Είναι καλοκαίρι και βράζουμε στα σπίτια μας. Εγώ εδώ κι εσύ κάτι χιλιόμετρα μακριά. Σ’ άλλο κόσμο εσύ και σ’ άλλο εγώ, διαφορετικές υποχρεώσεις, άλλες ευθύνες και ο τρόπος ζωής μας μοιάζει όσο η Ανατολή με τη Δύση.
Αλλά αν τα διαφορετικά είναι χίλια, τα κοινά μας είναι χίλια κι ένα. Θα πλακωθούμε απ’ το τηλέφωνο για πράγματα ανούσια και μετά από δέκα λεπτά θα σε πάρω να σου πω πως είμαστε βλαμμένοι που παιδεύουμε τους εαυτούς μας για την ψωροϋπερηφάνια μας και θα καταλήξουμε τέσσερις ώρες μετά να μιλάμε για το πόσο μου λείπει που έπιανες όλο το κρεβάτι κι έπαιρνες όλη την κουβέρτα, ενώ εγώ καθόμουν να τουρτουρίζω στη γωνίτσα μου για να μη σου χαλάσω τον ύπνο.
Οι μέρες μακριά σου είναι δύσκολες, η απόσταση κάνει το χαμόγελό μου να βγαίνει με το ζόρι, αλλά λάμπω τη στιγμή που θα ‘ρθει το βράδυ και θα σε πάρω να σου πω τα πέντε ανέκδοτα που δημιούργησα σήμερα κι ας ξέρω πως δε θα γελάσεις ούτε με μισό απ’ αυτά. Έχω μάθει να λατρεύω ακόμα κι αυτήν την προσποιούμενη ξινίλα σου, όταν σου τα λέω.
Έχεις πράγματα μπόλικα στο κεφάλι σου. Εργαζόμενο κορίτσι, διαβαστερό και πολυπράγμον. Στον κώλο σου δεν κάθεσαι. Είναι ώρες που νιώθω πως δεν περνάω ούτε σαν σκέψη απ’ το μυαλό σου, όταν χάνεσαι εξάωρα κι οκτάωρα για τη σχολή και τη δουλειά σου και ζηλεύω όλους όσους σε βλέπουν, σου μιλούν, αναπνέουν γύρω σου και δεν είμαι εγώ.
Ξέρω όμως πως η μικρή ιεροτελεστία μας κάθε βράδυ, που τα πρόσωπά μας ζωγραφίζονται με χαμόγελο για να μην κλείσουμε το τηλέφωνο τώρα αλλά σε «πέντε λεπτάκια ακόμα», είναι κάτι τόσο δικό σου και δικό μου που δεν μπορεί να μας το στερήσει κανείς.
Τώρα προγραμματίζουμε την επόμενη φορά που θα έρθω να σε δω και το τι θα κάνουμε, πώς θα γεμίσουμε τις μέρες μας και με τι ποτά και μουσικές θα μεθάμε τα βράδια μας. Αλλά δε θέλω. Δε θέλω προγραμματισμό. Δε θέλω να μείνουμε σπίτι σου, ούτε τη σιγουριά του κρεβατιού σου και τα ρούχα στις ντουλάπες σου.
Θα κλείσω δυο εισιτήρια, θα βρω στα μουλωχτά τρεις ημέρες που δε θα έχεις τίποτα να κάνεις αφού σε ψαρέψω για όλες σου τις υποχρεώσεις κι απλά θα εμφανιστώ μπροστά σου και θα σου πω «Μωρό μου, φύγαμε!».
Ξέρεις τι θέλω από σένα σ’ αυτό το ταξίδι; Το καλό σου το χαμόγελο να φορέσεις. Μην πάρεις ούτε μια αλλαξιά, μη σε νοιάξει τι θ’ αφήσουμε πίσω και τι έχεις στο κεφάλι σου. Άσε με να σ’ οδηγήσω εγώ. Ξέρω πόσο θες να έχεις το πάνω χέρι σε όλα και πόσο λατρεύεις όταν σε αποκαλώ «αφεντικό». Φουσκώνεις σαν παγώνι. Αλλά αυτές οι τρεις μέρες θα’ ναι χωρίς χαλινάρια κι αφεντικά.
Βάζω τον παρορμητισμό μου μπροστά κι εσύ ακολούθα. Να τρώμε παγωτά και να σου πασαλείβω τη μούρη και μετά να σε γλύφω κι εσύ να με σιχαίνεσαι. Να τρώμε κι οι δυο πιτόγυρα με τζατζίκι και να δίνουμε τα πιο μοσχομυριστά φιλιά μετά. Να κάνουμε βόλτες με ποδήλατα και να σε κυνηγάω για να σε τρακάρω όσο εσύ τσιρίζεις.
Δε λέω, γαμάει η καθημερινότητά μας.
Αλλά θέλω να ζήσουμε στιγμές που τίποτα δεν είναι σίγουρο στον κόσμο παρά μόνο αυτό που έχουμε. Τι εννοώ; Δε θέλω να μεθύσουμε και να ξέρουμε πως έχουμε ένα σπίτι στα πεντακόσια μέτρα που μπορούμε να πάμε όποτε θέλουμε. Δε θέλω να ξέρω κάθε στενό και γειτονιά που περνάμε. Θέλω όλα να είναι άγνωστα, πρωτόγνωρα, μοναδικά. Θέλω να σε πάω σε μέρη που οι μόνες εμπειρίες που θα τα θυμίζουν, θα είναι οι δικές μας.
Να κοιτάς έναν άσπρο τοίχο και να χαμογελάς, γιατί θα είναι ο δικός μας άσπρος τοίχος που σε φίλησα και που μου είπες «Σ’ αγαπάω» για πρώτη φορά.
Θέλω μια παραλία μέσα στη νύχτα, για μένα και για σένα μονάχα. Να μπούμε με τα ρούχα για μπάνιο και μετά να τρέμουμε και η μόνη κουβέρτα να είναι το σώμα μου στο σώμα σου. Να λέμε πως πήγαμε «στην παραλία μας» και να είναι πραγματικά ένας τόπος που υπάρχει για τα φιλιά μας και μόνο. Θέλω τρεις γαμημένες μέρες με θάλασσες, ποδήλατα, σουβλάκια και σεξ.
Κι αν δε σου αρέσει και θες να με χωρίσεις μετά, καν’ το. Τουλάχιστον θα έχεις να λες στα παιδιά σου πως κάποτε ήταν ερωτευμένος μαζί σου ένας τρελός. Κυριολεκτικά τρελός.