Νιώθω άδειος. Δεν είχα σκοπό να γράψω ούτε συλλαβή. Το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να σηκωθώ μετά από καιρό, πάρα πολύ καιρό. Γνωστή δεν είναι αυτή η παπαριά, ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές; Το θέμα είναι πως δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Πέφτω στο κρεβάτι και ξέρω πως δεν πρόκειται να κοιμηθώ.
Είναι αυτό το γαμημένο το τακτ, βλέπεις, που παρόλο που θέλω να έρθω, να σε πεθάνω στα φιλιά και να σου πω «Ξέχνα τα όλα γαμώ το μυαλό σου το σάπιο» με υποχρεώνει να βάζω άγκυρες στα πόδια και τσιμέντο στην καρδιά, μονάχα γιατί μου ζήτησες να σε αφήσω ήσυχη.
Να σε αφήσω ήσυχη γιατί δεν μπόρεσες να μείνεις εδώ πέρα. Κατάφερα να σε διώξω μακριά μου, με λόγια που μονάχα να μείνεις εδώ φώναζαν. Δεν ξέρω πώς το κατάφερα αυτό, αλήθεια, αλλά κατηγορώ τον εαυτό μου. Μάλλον τον κατηγορώ που σ’ αγάπησε κι αυτός ήταν ο λόγος που έφυγες.
Είμαι νευριασμένος με τον εαυτό μου γιατί αποφάσισα να σου ανοιχτώ, να μη σου κρύψω τίποτα από μένα. Να μην το παίξω άντρακλας και στ’ αρχίδια μου όλα, να μην έχω τη «γαμάω και δέρνω» νοοτροπία ούτε να σου δείξω πως είμαι κάτι που σήμερα είναι εδώ, αύριο μπορεί και να μην είναι. Ήθελα να σου καλύψω κάθε φόβο, να μην έχεις την παραμικρή αμφιβολία για μένα, να μη με φοβάσαι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θυμάμαι πως απ’ την αρχή μου φαινόσουν σαν πληγωμένο θηρίο κι εγώ δεν ήθελα να σε διώξω μακριά, αλλά να σε κάνω με μικρά βήματα να μ’ εμπιστευτείς και γιατί όχι, να μ’ αγαπήσεις. Σου ξεγύμνωσα κάθε αδυναμία μου, τόσο πολύ που πολλές φορές ίσως και να μην έβλεπες κάτι θετικό παρά μονάχα αυτές.
Η μεγαλύτερη απ’ όλες τις αδυναμίες μου ήσουν εσύ. Αυτό σε έδιωξε. Δεν άντεξες να είσαι μ’ έναν άνθρωπο που έκανε τρόπο ζωής την ανάγκη του να είναι μαζί σου. Ήμουν ζηλιάρης κι αυτό σ’ έκανε να φεύγεις μακριά. Προσπάθησα να το αλλάξω. Ήμουν ανασφαλής μέχρι αηδίας και μάλλον έτσι έμεινα τόσο καιρό μετά. Ήμουν ένας μαλάκας με αδυναμία σε εσένα. Όχι κι ό,τι καλύτερο για να ξεκινήσεις κάτι σταθερό, τώρα που το σκέφτομαι.
Για όλα αυτά με κατηγορώ. Να στα κάνω μια σούμα. Ζήλιες, φωνές, καβγάδες, ανασφάλειες, μικρότητες κι εγωισμοί, μια αγάπη τυραννική, που νόμιζα πως λόγω αυτής θα μου δικαιολογούσες τα πάντα. Πολλά τα αμαρτήματα στο βωμό μιας αγάπης ανεξέλεγκτης, ενός έρωτα που σ’ έδιωξε μακριά και μου χαρίζει νύχτες χωρίς ιχνος αξιοπρέπειας.
Ξέρεις το τραγούδι που τελειώνει λέγοντας «Μα το δικό σου αμάρτημα, του κόσμου όλα τα δάχτυλα»; Εγώ για τα λάθη τα δικά μου, θα έκοβα και το ένα μου χέρι ολόκληρο.
Το πόσο σε κατηγορώ όμως γι’ αυτά που δε μας άφησες να ζήσουμε, πόσο με πονάει που αποσύρθηκες χωρίς εξήγηση, ενώ ξέρω πως όλα αυτά μπορούσαμε να τα παλέψαμε μαζί, που με πούλησες για ένα λόγο που ακόμα με βασανίζει, που έφυγες μακριά μου ενώ ήσουν ο άνθρωπος που μπορούσε να ηρεμήσει κάθε αγρίμι που έπαιζε τραμπάλα μέσα στις ίνες του εγκεφάλου μου και με οδηγούσε στην απόλυτη παράνοια, δεν μπορείς να το φανταστείς.
Για τα λάθη τα δικά μου θα έκοβα το χέρι μου ολόκληρο. Για τη φυγή τη δική σου, δεν αρκούν του κόσμου όλα τα δάχτυλα.
Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννη Κυράπογλου: Κατερίνα Κεχαγιά