Σήμερα θέλω να μιλήσω για ένα πρόσωπο, που παρόλο που δεν πρόλαβα να το γνωρίσω προσωπικά, νιώθω πως πρόλαβα να το αγαπήσω ιδιαιτέρως, πολύ περισσότερο από έναν απλό θαυμασμό που σου προκαλεί μια σπουδαία προσωπικότητα. Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι η αίσθηση που σου αφήνει ένα ανοιξιάτικο πρωινό αεράκι σε μια παραλία. Είναι η μελαγχολία που κουβαλούν τα πρώτα φθινοπωρινά σύννεφα. Ακόμα κι οι τίτλοι των τραγουδιών του μοιάζουν να είναι ήρωες μιας κάποιας παλιάς κι ίσως λιγάκι ξεχασμένης ιστορίας. Συνθέτης, ποιητής, ένας καλλιτέχνης που κατάφερε να συνδυάσει τη λόγια μουσική με τη λαϊκή παράδοση, αφήνοντάς μας πολύτιμη κληρονομιά εκατοντάδες κλασικά έργα του.
Αν δεν ξέρεις πολλά για αυτόν, σίγουρα ξέρεις πολλά απ’ τα τραγούδια του. Οι ταινίες της Αλίκης, άλλωστε, ήταν πάντοτε έμπλεες της ονειροπόλας μουσικής του Μάνου. Κι αν ακόμα δε θυμάσαι τα λόγια του «Γλάρου» ή του «Μες σ’ αυτή τη βάρκα», σίγουρα έχεις ακούσει ποικιλοτρόπως τα πολυδιασκευασμένα «Παιδιά του Πειραιά». Το κομμάτι που του πρόσφερε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού απ’ την ταινία «Ποτέ την Κυριακή».
Όσο για τα γεγονότα γύρω από αυτήν την υποψηφιότητα και τη βράβευση, εκείνος δεν παραβρέθηκε ποτέ στην απονομή το 1961. Σνομπ; Ίσως να ήταν λίγο, αλλά σίγουρα δε συμφωνούσε με το γενικότερο θεσμό των Όσκαρ. Έπειτα, το τραγούδι είχε γραφτεί μετά από πολλές πιέσεις απ’ τους συντελεστές της ταινίας, ο Μάνος το θεωρούσε ιδιαίτερα απλοϊκό κι επομένως κάπως υποτιμητικό να βραβευτεί και να γίνει διεθνώς γνωστός για αυτό.
Την πρώτη φορά που η Ακαδημία του έστειλε το χρυσό αγαλματίδιο ταχυδρομικά, αυτό χάθηκε κάπου στην πορεία. Έτσι στάλθηκε ένα ακόμη αντίγραφο το οποίο κάποτε κατέληξε στα σκουπίδια του μετά από μια έντονη στιγμή του. Βρέθηκε τυχαία εκεί απ’ την οικιακή του βοηθό, πέρασε στα χέρια της αδερφής του και πλέον στου γιου του, Γιώργου. Το κωμικό της υπόθεσης είναι ότι αρχικά ο ελληνικός τύπος ήθελε μια φωτογραφία του μεγάλου συνθέτη με το χρυσό αγαλματίδιο κι αφού είχε χαθεί το δικό του, η Κατίνα Παξινού με χαρά του δάνεισε το δικό της Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.
Ακόμη και πάνω σε αυτό το θέμα ο Μάνος κι η Μελίνα (μία είναι η Μελίνα, η Μερκούρη) έρχονταν σε αντιπαράθεση. Κανείς δεν μπορούσε ποτέ να μπει ανάμεσά τους. Είχαν μια σχέση μίσους και πάθους –που ξεχείλιζε και στις αναμετρήσεις τους στο τάβλι–, μια σχέση που είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου. Γνωρίζονταν από παιδιά, ο Μάνος κρυφά ερωτευμένος μαζί της, έκαναν παρέα. Μια παρέα που συνεχίστηκε αργότερα, στους υπόγειους χώρους του Θεάτρου Τέχνης και κορυφώθηκε την ύστατη στιγμή, όταν αφού έφυγε η Μελίνα το 1994, την ακολούθησε ο καλός της φίλος με λίγους μήνες διαφορά.
Τα «Παιδιά του Πειραιά» τους έφερναν πάντα σε κόντρα. Μια αντιπαράθεση που με τα πολλά είχε καταλήξει στη λίγο-πολύ τραγελαφική στιχομυθία όταν η Μελίνα έλεγε ότι το τραγούδι αυτό μπορεί να είχε μείνει ορφανό από μπαμπά, αλλά είχε μία μάνα κι ο Μάνος με το αιώνιο καυστικό του ύφος της απαντούσε «Χαίρομαι! Και σε συγχαίρω για την υιοθεσία».
Μια ιδιοφυΐα απ’ τις λίγες, με κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες, που χαρακτηριζόταν από μεγάλη ευαισθησία και δημιουργικότητα. Κάποιοι τον γνωρίσαμε (και τον λατρέψαμε) μέσα απ’ τις εκδηλώσεις στο σχολείο, ως μαθητές τότε, κι ίσως αυτή να ‘ναι και μία απ’ τις πιο όμορφες αναμνήσεις μας απ’ τα σχολικά μας χρόνια. Ξεχωριστή η δική μου ημέρα αποφοίτησης, με τη συντροφιά του Μάνου κατά την είσοδό μας στο χώρο της εκδήλωσης με το «Όταν έρχονται τα σύννεφα».
Αγαπήσαμε με τα χρόνια πολλά απ’ τα έργα του, τόσο απ’ το πολύ γνωστό δίσκο «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», όσο κι άλλα ίσως λιγότερο γνωστά σε όσους δεν τον εντάσσουν συνειδητά στα ακούσματά τους. Μας γοήτευσε απ’ τα πιο δημοφιλή «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» της Καρέζη και το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» της Μούσχουρη, ως τα λιγότερο ακουσμένα, που κρύβουν μια άλλη γοητεία κι αίγλη, όπως «Το μεθυσμένο κορίτσι» και το «Κυπαρισσάκι».
Μπορώ να μιλάω αιωνίως για τον Μάνο, για την οξυδέρκεια και το λυρισμό του, το θάρρος, το πνεύμα, τη σοφία του, το Τρίτο Πρόγραμμα, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, χωρίς σταματημό, χωρίς κόπο, με εκείνο το γλυκόπικρο νοσταλγικό χαμόγελο αλλά και χωρίς να μπορώ να δώσω σε κανέναν να κατανοήσει την ομορφιά του αν δεν μπορεί να τη συλλάβει από μόνος του. Εξάλλου, όσα λόγια και να πούμε θα είναι πάντα λιγοστά, μικρά κι αταίριαστα για να τον περιγράψουν.
Γι’ αυτό θα κλείσω με τα λόγια της Μελίνας για εκείνον: «Η παρέα μου σε ένα έρημο νησί θα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Είναι τα νιάτα μου, η μουσική του, η τσαχπινιά του κι επειδή θα τσακωνόμαστε μέχρι θανάτου και θα τα φτιάχναμε μέχρι ζωής. Είναι η μεγάλη μου αδυναμία. Δεν έφτασε ποτέ στην κατάντια του ενός ή του άλλου. Είναι πολύ πιο έξυπνος. Έχει χιούμορ. Ο Χατζιδάκις είναι ο έρωτας».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη