Δεν είναι λίγες οι φορές, που όντας νέοι, είτε στα φοιτητικά μας χρόνια είτε και μετέπειτα, αποφασίζουμε με τους φίλους μας να βγούμε. Ένα τυπικό βράδυ, σε κρασάδικο ή σε κλαμπ, στο οποίο έχεις πάει εκατό φορές. Ένα μοτίβο πάνω-κάτω το ίδιο, το οποίο απολαμβάνεις τις πλείστες των περιπτώσεων, αλλά είναι και εκείνες οι στιγμές, που βαριέσαι οικτρά, παρόλα αυτά –για να μην είσαι και ο σπασίκλας της υπόθεσης– ακολουθείς τους υπόλοιπους.
Οι νύχτες, όμως, που ξεκινάνε με τις λιγότερες υποσχέσεις, αποκτούν στην πορεία το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τι εννοούμε ενδιαφέρον, εν προκειμένω; Εννοούμε εκείνο το βλέμμα, που σου τραβάει την προσοχή άπαξ. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, η νύχτα σου αποκτά νέα τροπή, την οποία προφανώς και δεν την περίμενες.
Ξεκινάει, λοιπόν, εκείνο το πάρε-δώσε με τα βλέμματα, στην αρχή δειλά και προοδευτικά όλο και πιο έκδηλα. Περνώντας οι ώρες, η κατάσταση γίνεται πιο έντονη, μέχρι, μάλιστα, που φτάνουν και οι φίλοι σου στο σημείο, να σε εμπαίζουν και το θέμα κοινής συζήτησης να είναι το πώς θα εξελιχθεί αυτό το νέο ειδύλλιο.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που λες ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη γίνει κίνηση, εκεί βλέπεις την παρέα στην οποία ανήκει το αντικείμενο του ενδιαφέροντός σου να φεύγει, χωρίς να δοθεί παραπάνω έκταση, οδηγώντας τις προσδοκίες σου, γι’αυτήν την –κατά τα άλλα σίγουρη– νέα γνωριμία, σ’ ένα άδοξο τέλος, όμοιο με αυτό του Τιτανικού στο παρθενικό του ταξίδι.
Για ποιο λόγο, όμως, δεν έγινε ποτέ και από κανέναν απ’ τους δύο σας, έστω και η ελάχιστη κίνηση; Γιατί εδώ που τα λέμε, για να μην αδικούμε και την απέναντι πλευρά, αλλά και να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, ούτε κι εσύ είχες την ευγενή πρόθεση, πέρα απ’ τα εκ του ασφαλούς βλέμματα, να κάνεις κάτι. Γιατί, ειδάλλως, θα είχες προσπαθήσει παραπάνω, αν μη τι άλλο.
Το θέμα, στην ουσία είναι γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σήμερα, έτσι όπως είναι διαμορφωμένες οι σχέσεις των ανθρώπων, αλλά και η ίδια μας η καθημερινότητα, όπου όλα είναι καθ’ ολοκληρίαν ψηφιοποιημένα, έχουμε αποκτήσει όλοι την τάση να κρυβόμαστε πίσω από μια οθόνη.
Από τη μία, η απόσταση που μεσολαβεί απ’ τη μία οθόνη στην άλλη, μας εξασφαλίζει μια σχετική ασφάλεια, μια σιγουριά, καθώς παίρνουμε τον απαραίτητο χρόνο –ο οποίος διά ζώσης δε μας προσφέρεται–, για να δείξουμε ένα προφίλ και μια συμπεριφορά πιο ελκυστική. Απ’ την άλλη, όμως, χάνουμε τα ακόμη πιο ελκυστικά σημεία μιας συνάντησης πρόσωπο με πρόσωπο, όπως η στιγμιαία αμηχανία, ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα, δειλά μεν, πολλά υποσχόμενα δε.
Βαθύτερη αιτία είναι ο φόβος της απόρριψης. Κρυβόμαστε, επί της ουσίας, για ν’ αποφύγουμε την άβολη στιγμή, κατά την οποία ο κάθε άλλος, θα μας δείξει, ότι δεν είμαστε αυτό που θα ήθελε. Ο φόβος, όχι μονάχα της απόρριψης, αλλά και της απογοήτευσης που θα νιώσουμε στο «όχι», η αμηχανία της στιγμής, κατά την οποία θα πρέπει να φανούμε αλώβητοι στο δυσάρεστο νέο, λειτουργούν σωρρευτικά ως αποτρεπτικοί παράγοντες για μια έξοδο και ως ενισχυτές για γνωριμίες πίσω από το γυαλί.
Προφασιζόμενοι, λοιπόν, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν οδηγηθεί σ’ ένα τέλμα, λόγω των επικρατουσών συνθηκών, αποποιούμαστε τις ευθύνες. Δε στο κρύβω, ότι κι εγώ παλαιότερα, είχα βρεθεί σε παρέα με ανάλογη κατάσταση, είτε ήμουν άμεσα εμπλεκόμενη είτε όχι. Και πάντα, η απορία μου ήταν αυτή. Μέχρι, που μετά από αναλύσεις επί αναλύσεων, συνειδητοποίησα ότι, πέρα από το φόβο –ο οποίος εμποδίζει τους ανθρώπους να ζήσουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο– , κανείς δεν αντιδρά για να μη χαλάσει την εικόνα του.
Ζούμε στην εποχή, που τα μηνύματα και όλα όσα θέλουμε να πούμε, τα εκφράζουμε δίχως λόγια, μέσα μονάχα από μερικές εικόνες. Στην εποχή του φαίνεσθαι, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, ο οποίος «μετράει» και έχει κατακτήσεις, να θέσει σε κίνδυνο αυτήν την εικόνα, την οποία έχει καταβάλει τόσο κόπο να χτίσει, δεχόμενος την απόρριψη και ταυτοχρόνως πέφτοντας στα μάτια του περίγυρού του.
Αυτά είναι γελοιότητες. Ποιος θα θυμάται αύριο μεθαύριο, το πώς δείχνεις; Κανένας. Το μόνο που θυμόμαστε όλοι οι άνθρωποι –και που αξίζει κιόλας να θυμόμαστε– είναι ο τρόπος, που οι άλλοι μας έχουν κάνει να νιώσουμε. Αλλά και οι άλλοι από εμάς αυτό που θυμούνται, δεν είναι όλα όσα σκεφτήκαμε, αλλά όλα όσα είπαμε κι όλα όσα κάναμε και δείξαμε.
Tι νόημα έχει να μην εκτεθούμε; Για να χρησιμοποιήσω και τα λόγια του Eunice C. Infante: «Οι άνθρωποι θα σε κρίνουν έτσι κι αλλιώς, επομένως ζήσε τη ζωή σου εντυπωσιάζοντας τον εαυτό σου και όχι τους άλλους». Όσο πιο πολύ εκτιθέμεθα, τόσο πιο μεγάλη αντοχή αποκτούμε στις δύσκολες συνθήκες, των οποίων πληθώρα μας προσφέρει η ζωή. Επομένως, το καλύτερο θα ήταν να επιδιώκουμε τέτοιες στιγμές και όχι να τις αποφεύγουμε.
Μια ζωή σε απόσταση και πίσω απ’ το γυαλί, καταλήγει μια ζωή ανέπαφη, αποστειρωμένη κι εν τέλει στείρα από εμπειρίες, στιγμές και ανθρώπους. Δεν μπορούμε να ζητάμε να κολυμπήσουμε στα άπατα νερά του ωκεανού, δίχως να βραχούμε. Ας κάνουμε την αρχή και η εικόνα μας ακόμη, θα βγει πιο ενισχυμένη και οι γύρω με θαυμασμό θα μας κοιτούν, καθώς θ’ απορούν από ποιο σημείο του εσώτερου εγώ μας πηγάζει η δύναμη να κυνηγάμε και να διεκδικούμε ό,τι γουστάρουμε να έχουμε στη ζωή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου