Κατά την παιδική κι εφηβική ηλικία, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι δεν είναι καθόλου απλό να μάθεις τους ανθρώπους. Δεν είναι καν εύκολο να τους αποκρυπτογραφήσεις και να βγάλεις κάποια, έστω, συμπεράσματα.

Μεγαλώνοντας, καταλήγουμε προοδευτικά στη διαπίστωση –ευχάριστη ή δυσάρεστη είναι άγνωστο ακόμα– ότι οι άνθρωποι εξαρχής δείχνουν αυτό ακριβώς που έχουν μέσα τους. Είτε είναι καλό είτε είναι κακό, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κάποιο δέσιμο, όλοι είμαστε πιο αυθόρμητοι κι αληθινοί. Κι αν το καλοσκεφτούμε, είναι πραγματικά τραγελαφικό το γεγονός ότι για να γίνουμε αρεστοί εξομαλύνουμε ή αποκρύπτουμε τελείως πτυχές και στοιχεία του χαρακτήρα μας, που είναι αναπόσπαστα κομμάτια μας. Πλευρές μας που είναι ολόδικές μας και κάποιος που μας ξέρει καλά δε θα μπορούσε ποτέ να μας φανταστεί δίχως αυτές.

Πώς ξεχωρίζουν, όμως, οι άνθρωποι που δεν είναι αληθινοί; Ή για να το θέσουμε πιο σωστά, πώς γίνεται ενώ παίρνουμε τα μηνύματα, να κλείνουμε μάτια κι αφτιά στα σημεία και να δινόμαστε ολοκληρωτικά σε ακατάλληλους ανθρώπους;

Οι πιθανότητες και τα σενάρια είναι δύο. Πρώτον, η αιτία βρίσκεται στους άλλους. Η χαμαιλεοντική ικανότητα να μεταβάλλεται κανείς και να μετατρέπεται σε κάτι τελείως διαφορετικό, που σε τίποτα δε μοιάζει με την πραγματική του εικόνα, είναι κάτι πολύ παραπλανητικό, που θα ξεγέλαγε και τον πιο υποψιασμένο. Η άλλη αιτία, εξίσου συχνή και πιθανή, είναι το ότι εθελούσια κλείνουμε τα μάτια μας και χάνουμε τις αισθήσεις μας, απ’ την ανάγκη που έχουμε να νιώσουμε κοντά σε κάποιον και σημαντικοί για κάποιον.

Όσο κλισέ κι αν φαίνεται, στις μέρες μας η αποξένωση είναι, αν όχι η σπουδαιότερη, μία απ’ τις σπουδαιότερες αιτίες στην κρίση που βιώνει το σύστημα αξιών. Επομένως, η υποψία και μόνο ότι, έστω και για λίγες στιγμές, θα βιώσουμε αισθήματα ξεχασμένα και θα ξανανιώσουμε ζωντανοί, μετά από καιρό συναισθηματικής αδράνειας, μας κάνει ευάλωτους κι ικανούς να ανεχτούμε και να υποχωρήσουμε στα πάντα.

Επί της ουσίας, δεν είναι ότι δε βλέπουμε. Βλέπουμε, αλλά παραβλέπουμε. Αγνοούμε τα δεδομένα, μέσα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δώσουμε διάρκεια σε κάτι, που έχει προδιαγεγραμμένη πορεία κι ημερομηνία λήξης. Κι όσο τροφοδοτείται αυτό το ψέμα, τόσο οι άνθρωποι δένονται κι ανοίγονται συναισθηματικά, δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς, αλλά όχι με το πρόσωπο και το χαρακτήρα που έχουν απέναντί τους. Φτάνουν στο σημείο να δημιουργούν δεσμούς με την ιδέα που έχουν πλάσει στο μυαλό τους για το πρόσωπο απέναντί τους.

Φτάνει, όμως, η στιγμή που οι παρωπίδες κι ο πρώτος ενθουσιασμός της νέας σχέσης εξανεμίζονται κι αρχίζουν να φαίνονται κι οι πιο αιχμηρές πλευρές του άλλου ανθρώπου. Εκεί κάπου είναι που αρχίζει κι η αντίστροφη μέτρηση. Όλα ξεκινάνε με κάτι μικρό. Με μια λέξη, μια λάθος κίνηση κι είναι σαν να ξυπνάς απότομα. Σαν να λύνονται τα μάγια κι αρχίζεις μετά από πολύ καιρό να βλέπεις καθαρά. Παρατηρείς κι εκνευρίζεσαι με πράγματα, τα οποία μέχρι πρότινος θεωρούσες χαριτωμένα.

Κι όσο περνάει ο καιρός, αποκτούν όλα ένα νόημα. Και βλέπεις για πρώτη φορά καθαρά. Βλέπεις ότι και την πρώτη φορά που είδες αυτόν τον άνθρωπο κάτι δε σου άρεσε. Και τώρα μπορείς κι αναγνωρίζεις τι ήταν αυτό. Σου έβγαζε κάτι το ύφος του, ο τρόπος που αντιμετώπιζε τους γύρω του. Με λίγα λόγια δε σου άρεσε η αύρα του. Στην αρχή, όμως, δεν ήξερες πού να το αποδώσεις.

Και τώρα, φτάνοντας στο σήμερα κι έχοντας δικαιώσει αρκετές φορές το ένστικτό σου και την πρώτη εντύπωση που είχες για ανθρώπους γύρω σου, μπορείς πια να πεις, σχεδόν με σιγουριά, ότι αυτή η πρώτη στιγμή είναι κι αυτή που θα υποδείξει την πραγματικότητα σε σχέση με έναν άνθρωπο.

Το ανθρώπινο ένστικτο δε σφάλλει και δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα και πραγματικά θα έπρεπε να του δίνουμε περισσότερο χώρο για να εξελιχθεί και να υπάρχει εντονότερα στη ζωή μας.  Ίσως αν το ακούγαμε περισσότερο να γλυτώναμε τόσο δυσάρεστες καταστάσεις όσο και δυσάρεστους ανθρώπους. Απ’ την άλλη, μπορεί και να μη μαθαίναμε τίποτα για τους άλλους, καθώς δε θα μπαίναμε στη διαδικασία να γνωρίσουμε όποιον μας έκανε να νιώσουμε περίεργα ή άβολα.

Κι εδώ, όπως και σε όλα τα θέματα που έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις, οι απόψεις θα διαφοροποιούνται πάντα και πάντα θα είναι τόσες όσοι κι οι διαφορετικοί άνθρωποι σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Σημασία έχει, όποια κι αν είναι η άποψη που εκφράζει τον καθένα, όλοι μας να δημιουργούμε όσο το δυνατόν πιο υγιείς κι ειλικρινείς σχέσεις με τους γύρω μας, γιατί μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να έχουμε διάρκεια κι εμείς στη ζωή των άλλων, αλλά κι οι άλλοι στη δική μας.

 

 

Συντάκτης: Ιωάννα Μαρίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη