Παρασκευή μεσημεράκι και το ρεπό φιγουράρει όμορφα μέσα στο χειμωνιάτικο σκηνικό. Ήλιος με δόντια, έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν πιτσιρίκι. Ο αγαπημένος μου καιρός. Σνομπάρω επιδεικτικά τους καθημερινούς ρυθμούς κι αποφασίζω να κάνω τα ψώνια του σπιτιού με τον παραδοσιακό τρόπο. Κατηφορίζω την οδό που μένω κι αρχίζω να περιπλανιέμαι στη γειτονιά δίνοντάς μου το έναυσμα να σκαλίσω αναμνήσεις.

Ένας απλός κενός δρόμος φέρνει εικόνες άλλης εποχής αν του δώσουμε μια ευκαιρία. Οι νεραντζιές που είναι παραταγμένες δεξιά κι αριστερά έχουν ρίξει την υπερπληθώρα των καρπών τους στο έδαφος κι αναδίδεται η γλυκόπικρη μυρωδιά της φλούδας τους. Τα νεράντζια τα χρησιμοποιούσαμε ως πυρομαχικά στο σχόλασμα, επιστρέφοντας σπίτι. Τι χρόνια αθωότητας κι αγαθοσύνης!

Παρακάτω, το πεζούλι στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό που μοιραστήκαμε τα πρώτα φιλιά στο γυμνάσιο. Ξεκλέβαμε λίγη ώρα από τον γυρισμό για να ζήσουμε τον άγουρο έρωτα της εφηβείας. Η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ πλημμυρίζει την γειτονιά και οι χρωματιστές καραμέλες στις παλιές γυάλες γεμίζονται με επιμέλεια απ΄τον συμπαθητικό γεράκο στο παλιό καφεκοπτείον. Πιο ΄κεί, ακούγονται τα τσιριχτά κρωξίματα των χρωματιστών παπαγάλων που φιγουράρουν στη βιτρίνα του μαγαζιού μικρών ζώων και τα περιστέρια δίνουν μάχη να ξεκλέψουν κάποιο σπόρο που παράπεσε απ΄τα καναρίνια. Με τι περιέργεια κολλάγαμε τη μούρη μας στη βιτρίνα μπας κι έχει έρθει κάποιο χνουδωτό ζωάκι που μπορούσαμε να χαϊδέψουμε!

Δίπλα, το κεντρικό περίπτερο που φάνταζε υπεραγορά στα παιδικά μας μάτια. Με το περίσσευμα απ΄το καθημερινό χαρτζιλίκι αγοράζαμε χαρτάκια αυτοκόλλητα -μπορώ να θυμηθώ απόλυτα τη μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού και της κόλλας του- και με περίσσιο ενθουσιασμό ανταλλάζαμε τα διπλά ώστε να καταφέρουμε να συμπληρώσουμε το άλμπουμ μας.

Η πλατεία της εκκλησίας ήταν πάντα η μεγαλύτερη ατραξιόν της γειτονιάς. Τρέχαμε ανέμελοι παίζοντας κρυφτό ώσπου να πέσει ο ήλιος. Τώρα κατακλύζεται κυρίως από ηλικιωμένους που κάνουν τις κοινωνικές τους συναναστροφές συζητώντας για κάθε λογής θέμα. Παραπέρα το παλιό μπουγατσατσίδικο αναδίδει άψογο συνδυασμό κανέλας και άχνης. Το τέλειο απογευματινό σνακ μετά το φροντιστήριο, το οποίο σφύζει από τη νέα γενιά επίδοξων μαθητών.

Συνεχίζοντας τη βόλτα πέφτω πάνω στο μαγαζί με τους ξηρούς καρπούς. Η βιτρίνα, πάντα θελκτική, στημένη με διάφανες γυάλες με γλυκά του κουταλιού βαλμένα έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα χρωματιστό γαϊτανάκι γεύσεων. Βαθύ μπορντό βύσσινο, σμαραγδένιο σύκο, διάφανο κίτρινο περγαμόντο, πορτοκαλοκόκκινο κυδώνι και ζωηρό κόκκινο κεράσι. Σε κάθε γιορτή αγοράζαμε όλα τα είδη ξηρών καρπών για να τα στήσουμε στις μεγάλες κρυστάλλινες πιατέλες με διαχωριστικά, που συνόδευαν το ουίσκι των μεγάλων.

Στον γυρισμό παίρνω επίτηδες άλλο δρόμο για να χορτάσω κι άλλες εικόνες. Από το καθαριστήριο έρχεται η μυρωδιά του φρέσκου ατμού και η μοδίστρα της γειτονιάς προσπαθεί συνοφρυωμένη με τα κοκάλινα γυαλιά της να γαζώσει το στρίφωμα σε μια κουρτίνα. Το παλιό παιχνιδάδικο δυστυχώς έχει κλείσει, μα ο χώρος παραμένει ξενοίκιαστος. Η ταμπέλα στέκεται ακόμη, θυμίζοντας, τη λαχτάρα της επιλογής παιχνιδιού με τις απολαβές από τα κάλαντα, τη μυρωδιά των βιβλίων κάθε Σεπτέμβριο και τις τρομακτικές αποκριάτικες στολές.

Κοντεύω στο σπίτι, μ΄ ένα γλυκό χαμόγελο κι ένα σωρό μνήμες να με κατακλύζουν με νοσταλγία.  Πολλές φορές κοιτάμε αλλά δε βλέπουμε. Η άφεση των σκέψεων και η ποιοτική σκοπιά του τώρα μάς κάνουν να παρατηρούμε με άλλο μάτι. Οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων μπορεί να φαντάζουν απλοϊκές αλλά αυτό το συναίσθημα που μας γαργαλάει την ψυχή δεν είναι από τις ίδιες τις αναμνήσεις.  Είναι από την ανεμελιά και την αθωότητα που τις συνοδεύουν και τόσο πολύ λείπουν από την ενήλικη ζωή.

 

Συντάκτης: Γεωργία Βλασερού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου