Έχει την τάση η ενηλικίωση να παραγκωνίζει όσα πραγματικά βρίσκει κανείς ενδιαφέροντα και να ασχολείται μ’ αυτά που απεχθάνεται; Καταπίνει λίγο η ενήλικη ζωή όσα μας εξιτάρουν ή εμείς παραδίδουμε τα όπλα αμαχητί; Το χειρότερο είναι να φύγεις απαξιωμένος από μια μάχη που κουράστηκες να ξεκινήσεις. Ίσως, καμιά φορά να προεξοφλούμε το αποτέλεσμα για να νιώσουμε καλύτερα με μια ενδεχόμενη αποτυχία. Όμως, για του λόγου του αληθές δεν είναι ενδεχόμενη, αλλά σίγουρη όταν όλος ο αγώνας παραμένει σε πρόχειρα τεφτέρια.
Από τα όνειρα στην ευθύνη και τούμπαλιν. Την ευθύνη που είναι δήμιος και δημιουργός· τα όνειρα έχουν ευθύνη κι η ευθύνη δικαιολογία εάν τα ξεχάσεις πρώιμα και μη υλοποιήσιμα. Κάπου όμως ο αριθμός 18 μας βαραίνει κι η ενήλικη ζωή έχει μια τάση περίεργη όπως αναφέρθηκε και στην αρχή.
Τι απεχθάνεται κανείς και τι βρίσκει ενδιαφέρον ανήκει καθαρά στη δική του κρίση. Σαν να κρατά μια σφαίρα προβλέψεων κι ανακαλύπτει αργά-αργά ή γρήγορα όσα τον εξιτάρουν και του τραβούν την προσοχή. Κι αν όλα αυτά αποτελούν λόγους για τους οποίους αξίζει να ζεις τότε γιατί ζούμε για όλα τα υπόλοιπα; Κολλάμε σε ταμπέλες και ταμπελάκια μικροαστικά που μας πέρασαν υποσυνείδητα και πρότυπα απαρχαιωμένα και καλά στερεωμένα από στενόμυαλα και μικρά ανθρωπάκια και βουλιάζουμε στις κοινωνικές υποχρεώσεις. Στις πόσες υποχρεώσεις έχω δικαίωμα να ασχοληθώ με όσα με αφορούν; Πιθανότατα κανείς δε λαμβάνει απάντηση, διότι η υποχρέωση, σαν θηλυκό, γεννά κι άλλες κι όσα περνάν τα χρόνια επιβεβαιώνονται οι παλιοί με το ρητό «μεγάλα παιδιά, μεγάλα βάσανα».
Κάπου εκεί ακούς το διαχρονικό αντίλογο στο repeat «να μη με κάνατε», αλλά γονιός της υποχρέωσης και της ευθύνης είσαι εσύ κι αναρωτιέσαι ποιος θα πάρει το φταίξιμο. Είναι σαν η κοινωνία να σου πέταξε ένα καρότσι, κλείνοντάς σου το μάτι με αέρα του τύπου «Σκέψου γρήγορα.» Αν δε θέλω καν να σκέφτομαι, γιατί με εμποδίζετε;
Θέλω να πεθάνω ξάπλα σε μια αιώρα κρατώντας μια καρύδα στο χέρι και στο άλλο μια μάνγκο μαργαρίτα. Να χορεύω σάμπα μέχρι το πρωί και ν’ ακούω Χατζηφραγκέτα ή Μποφίλιου καθώς παίζω ρακέτες. Φαντασία να υπάρχει κι όλα βρίσκονται. Πόσα πράγματα βρίσκαμε ενδιαφέρονται και βουλιάξαμε ως κλασικοί ενήλικες στα πεζά. Ταξίδια, εκδρομές, δραστηριότητες, τα κατάπιε μια χρονοκάψουλα και τώρα απαιτείται να τα επιστρέψει. Χρόνος για χαλάρωση υπάρχει ή μας τον έχουν κλέψει κι αυτόν; Αλήθεια υπήρχε ποτέ; Δεν έχω παρακολουθήσει ούτε μια συνεδρία ξαπλοθεραπείας ή ταβανοθεραπείας, πάντα με θυμάμαι να τρέχω με γοργούς ρυθμούς στις πίστες της ζωής. Κάπου αγνοείται και η διάθεση για φλερτ, όσο αυτή η κοινωνία αρνείται πεισματικά να πιαστεί σε δίχτυα ερωτικά σαν να φοβάται το συναίσθημα και το πάθος.
Οι ευθύνες μας κατακλύζουν, γιατί δεν έχουν τελειωμό και κερδίζουν έδαφος όσο τα όνειρα ξεθωριάζουν. Από τον ρόλο της Μαίρης Παναγιωταρά, στα οικογενειακά τραπέζια και την τράπεζα. Από τον λογιστή στον διαχειριστή για τα κοινόχρηστα. Η ζωή μοιάζει ακριβή για να ξεπληρώσουμε όσα ποθήσαμε. Εμείς δουλεύουμε ασταμάτητα σαν καλοκουρδισμένες μηχανές κι είμαστε συνεχώς κουρασμένοι κι απένταροι. Κάπου χάσαμε τον προορισμό μας και μας έπεισαν, πάντα από αγάπη, πως βαδίζουμε ορθά ή το επαναλμβάνουμε κι εμείς στους εαυτούς μας τα βράδια για να συγχωρήσουμε τη δειλία μας.
Δεν μπορεί να λέγεται ζωή κάτι που υποβαθμίζει όσα επιθυμούμε για να φέρει στο βάθρο όσα απεχθανόμαστε. Κάτι αγαπητοί μου οδεύει λάθος κι οφείλουμε να του σταματήσουμε τη φόρα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου