Ο κόσμος έχει μια τάση ν’ αναζητά αποδείξεις για το κάθε τι, τα λεγόμενα πειστήρια. Κι εμείς πιθανότατα ζούμε για να πραγματώνουμε τούτη του την απαίτηση. Ακόμα κι αν έχουμε απελευθερωθεί από τα δεσμά των άλλων, υπάρχουν φορές που ο εαυτός μας έχει αυτήν την επιθυμία. Από εμάς για εμάς, λοιπόν, διεκδικούμε διάφορα στοιχεία που επεξηγούν την αξία μας. Όμως, υπάρχουν φορές που η αξία μάς προσφέρεται απ’ άλλα πρόσωπα που πιθανόν ν’ αναμειχθούν με τις ενέργειές μας. Οι πράξεις έχουν αντίκτυπο κι αυτό συνήθως μάς παρουσιάζει σε ποιον βαθμό έχουμε μεγαλουργήσει στο κυνήγι ενός στόχου μας. Η αναγνώριση που περιμένουμε από τρίτα πρόσωπα είναι λύτρωση ή καταδίκη. Καμιά φορά, όμως ψηφίζει λευκό κι εμείς μένουμε με μια ουδετερότητα που μας σκοτώνει.
Ταυτίζουμε αρκετά συχνά την ουδετερότητα με την απόρριψη. Είναι, ωστόσο ορθή η παραπάνω σκέψη ή οι απορρίψεις που έχουμε όντως λάβει είναι πολύ λιγότερες απ’ όσες πιστεύουμε; Αρχικά θα ήταν συνετό να διασαφηνίσουμε την έννοια της ουδετερότητας που τέμνεται ανάμεσα στα υποσύνολα της αποδοχής και της απόρριψης. Ουδέτερος χαρακτηρίζεται αυτός που δεν παίρνει θέση, ο αμέτοχος, το άτομο που δεν εκφράζει άποψη σχετικά με ένα ζήτημα. Η εν λόγω συμπεριφορά της ουδετερότητας καμιά φορά ταυτίζεται και με την αδιαφορία, ίσως και γι’ αυτό να νιώθουμε πως έχει μια αρνητική κλίση. Ο αδιάφορος, όμως, αυτός που δε γνωστοποιεί τη γνώμη του, δε δρα απαραίτητα έτσι, διότι αποφεύγει να φέρει στο προσκήνιο κάτι αρνητικό. Καμιά φορά αυτός που αποφεύγει να εξωτερικεύσει την άποψή του, δεν έχει καν άποψη κι αποφεύγει δειλά την ευθύνη. Η απόρριψη κι η αποδοχή έχουν ευθύνη, καθώς εμπεριέχουν γνώμη.
Η ουδετερότητα δεν εμπεριέχει γνώμη, άρα δεν μπορεί να ταυτιστεί με την έννοια της απόρριψης. Η απόρριψη κρύβει μέσα της την άρνηση απέναντι σε κάτι ύστερα από αξιολόγηση. Η αξιολόγηση απαιτεί πέρα από γνώμη, χρόνο και γνώση. Επίσης, η απόφαση της απόρριψης κοινοποιείται, είτε στον άμεσα ενδιαφερόμενο, είτε σε κάποια πηγή ενημέρωσής του. Στον αντίποδα της απόρριψης, βρίσκεται η αποδοχή, η οποία ερμηνεύεται ως έγκριση κι ως συγκατάθεση απέναντι σε κάτι. Η ουδετερότητα δε δύναται να έχει μέσα στη σημασία της απόδοσής της καμία από τις προαναφερθείσες έννοιες.
Ο συσχετισμός της ουδετερότητας με την απόρριψη συχνά πηγάζει από ψυχολογικά αίτια. Το να ερμηνεύσει κανείς μια μη ειπωμένη γνώμη ως απόρριψη και να τη χρωματίσει αυτοβούλως αρνητικά, πιθανότατα συνδέεται με μια απορρέουσα εσωτερική ανασφάλεια. Η ανασφάλεια προχωρά αγκαζέ με την αμφιβολία κι όλες αυτές οι λέξεις αγκαλιάζουν τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Όταν δεν πιστεύεις πως αξίζεις την αποδοχή, την έγκριση ή την αναγνώριση κάποιας σου ενέργειας, συχνά καταδικάζεις τον εαυτό σου στην αναμονή της απόρριψης. Κι όσο τρώγεσαι με τα ρούχα σου, περιμένοντας να σου χτυπήσει την πόρτα η άρνηση, τόσο βυθίζεσαι στη σκέψη πως η ουδετερότητα που λαμβάνεις έχει αλλάξει μορφή και δε σου δίνει τη συγκατάθεσή της.
Η ουδετερότητα, η μη γνωστοποίηση γνώμης, συχνά είναι και μια χρονοβόρα διαδικασία κι εμείς από μικρά παιδιά έχουμε μάθει πως «το καλό πράγμα αργεί να γίνει» ή πως «όλα θέλουν τον χρόνο τους» άρα δίνουμε υποσυνείδητα στον χρόνο μια κάποια αξία. Η αξία της αναμονής όμως, σ’ αυτήν την περίπτωση, βάλλει την αξία που προσδίδουμε εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Ίσως να έπρεπε να αναζητήσουμε την αυτοπεποίθησή μας και να απαιτήσουμε μια κάποια εξήγηση από όσους προσδοκάμε μια κάποια γνώμη. Η ουδετερότητα δεν είναι απάντηση και σίγουρα όχι ξεκάθαρη απόρριψη. Αν ταυτίζεται κάποιες φορές με τη μη αποδοχή, έχουμε δικαίωμα να το γνωρίζουμε κι όχι να υποθέτουμε πως και η μη απάντηση, είναι απάντηση και μάλιστα αρνητική.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου