Είστε μαζί, δεν είστε ή σχεδόν είστε, όπως κι αν επιλέξει να ορίσει κανείς την ερωτική σας κατάσταση, ένα είναι σίγουρο: ποτέ δε θα κατανοήσεις σε τι βαθμό μπορεί να δεθείς με το περίπου ταίρι σου. Όταν βουτάς σε μια αόριστη ερωτική πλάνη τζογάρεις τα συναισθήματά σου σε μια ρουλέτα απροσδιόριστων προδιαγραφών. Είναι σαν να μη διάβασε κανείς τις οδηγίες χρήσεως ή απλώς να αγνόησε επιδεικτικά το manual. Όσο κι αν προσπαθείς να αποσαφηνίσεις όρους και προϋποθέσεις στα ερωτικά σου, πάντα τα γενόμενα θα σε προλαβαίνουν, θα σε υπερνικούν ή θα σε διαψεύδουν.
Ερωτικές καταστάσεις είναι το «απλώς μιλάμε», το «περνάμε καλά» -συνήθως χωρίς δεσμεύσεις- καθώς κι η επιλογή του κλισέ -για την εποχή μας- μοντέλο της «σχεδόν σχέσης». Ακόμα κι αν εκλείπει το ταμπελάκι της δέσμευσης και της σχέσης, κανείς δεν προειδοποιεί τον ψυχισμό μας για να κλείσει τον διακόπτη των συναισθημάτων. Κι αν κάπως στο περίπου μπαίνουν και βγαίνουν άνθρωποι στα ερωτικά μας μονοπάτια, ίσως και περίπου να χρειαζόμαστε χρόνο να ξεπεράσουμε το φευγιό τους.
Μπορεί η καψούρα κι ο έρωτας να εκλείπουν στα χλιαρά σχεσιακά μοτίβα, όμως το νοιάξιμο ακόμη και σ’ ανθρώπινο επίπεδο ξεφυτρώνει. Σχολάει στις 9 και περιμένεις μήνυμα στις 10 και ξαφνικά μήνυμα παύεις να λαμβάνεις, διότι έχετε αποφασίσει να σφυρίξετε λήξη στην όποια ερωτική σας κατάσταση. Η συνήθεια, όμως θέλει τον χρόνο της για να σβηστεί. Με κάποιον τρόπο κι ο άλλος γίνεται μέρος της καθημερινότητάς σου, ακόμα κι αν δε χτυπάτε κάρτα ημερήσιας επαφής. Υπάρχει αόριστα μια ύπαρξη που ίσως είναι εκεί για να σ’ ακούσει, αν χρειαστεί.
Στις ερωτικές καταστάσεις, ανάλογα και με τον χρόνο διάρκειάς τους ψιλογνωρίζονται όσοι τις αποτελούν. Σε πόσα άτομα να πεις πια τα όνειρά σου; Καλύτερα να τα ηχογραφήσεις σε κασέτα και να κατοχυρώσεις τα πνευματικά σου δικαιώματα. Αλήθεια, γιατί βάζουμε λήξη στις ερωτικές καταστάσεις και δεν τις διαιωνίζουμε εσαεί; Αλλάζουμε εμείς, αυτοί ή τα δεδομένα μας; Σε τι βαθμό μπορείς να δεθείς μ’ έναν άνθρωπο που σχεδόν ήσασταν μαζί;
Ίσως να παίζει μείζονα ρόλο το κατά πόσο παρέμεινες σε μια ερωτική κατάσταση, επειδή όντως αυτό επιθυμούσες ή διότι ήταν το καλύτερο δυνατό ενδεχόμενο. Καμιά φορά παγιδευόμαστε σε ανέραστα σχεσιακά πλαίσια επειδή είτε -κυρίως- γιατί έχουμε δεσμευτεί με τις υποχρεώσεις μας είτε γιατί το άλλο άτομο δε διατίθεται για κάτι παραπάνω. Δικαιούμαστε να κλαίμε ερωτικό μακαρίτη σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Στη μία εκδοχή δίνουμε λίγα και ζητάμε πολλά και στην άλλη ζητάμε πολλά ενώ μας προσφέρονται λίγα. Παρ’ όλα αυτά κλαίμε τον αποθανόντα σε κηδεία που πιθανόν δε θα ‘πρεπε καν να παρευρισκόμαστε και τρώμε κόλλυβα για την ανάπαυση, όχι του «νεκρού», αλλά του εσωτερισμού μας. Η μνήμη του αδικοχαμένου ξεπροβάλει ακόμη κι αν δεν ήταν στα χάι σου όσο σχεδόν σε συντρόφευε· ίσως ένα τραγούδι ή μια αφίσα από κάτι που του άρεσε να τον επαναφέρει στο προσκήνιο των σκέψεών σου.
Το πένθος χρειάζεται μια κάποια διάρκεια για να ξεπεραστεί κι ίσως κι εμείς, όταν κόβουμε το νήμα μιας ερωτικής κατάστασης, να θέλουμε ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να επανέλθουμε στον μαραθώνιο της ερωτικής μας ζωής δριμύτεροι ή στον κόσμο των singles. Το δέσιμο προκύπτει μέσα κι από τη συνήθεια του άλλου, αυτού ως οντότητα και των αρεσκειών του. Ίσως να υποβόσκει σ’ ένα νοερό πλάνο κι ένας πήδος από το επίπεδο της σχεδόν σχέσης στην κανονική, ακόμη κι αν έχει συμφωνηθεί ένα νοητό συμβόλαιο που αποκλείει τ’ ενδεχόμενο. Οι ερωτικές μας διαθέσεις, άλλωστε, είναι συχνά μεταβαλλόμενες κι απρόβλεπτες, ανάλογα κι από το ποιοι τις απαρτίζουν.
Ίσως και πάλι να έχουμε ανάγκη τον χρόνο, για να μας βγάλει από την πλάνη που μας εγκλώβισε στο περιβάλλον μιας -στο περίπου- ερωτικής κατάστασης και ν’ αποσαφηνιστούν ερωτήσεις του εύρους: Ήταν όντως επιθυμία ή προτιμήσαμε την Παναγιώτενα από το καθόλου; Είτε τον είχες καψούρα τον αποθανόντα είτε όχι, χρειάζεσαι χρόνο για το μνημόσυνο ή για μια προσωπική ψυχανάλυση. Κι αν ο χρόνος είναι γιατρός, να μας γράψει μια συνταγή που να αντιμετωπίζει τα ερωτικά ψυχολογικά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου