Πόσες φορές σε ένα μαγαζί που κάθεσαι χαλαρά με την παρέα σου έχεις ακούσει κάποιο τραγούδι με αποτέλεσμα αυτοστιγμεί το μυαλό σου να τρέξει σε μια συγκεκριμένη μορφή, σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο; Ξέρεις, ίσως να ήταν εκείνο το τραγούδι που συνηθίζατε να ακούτε μαζί ή στο είχε αφιερώσει ενδεχομένως. Κι έτσι ξαφνικά, η μελωδία, ο στίχος, αρχίζουν κι αποκτούν μια ανθρώπινη μορφή, μια ψευδαίσθηση στο βάθος του χώρου που σου προκαλεί απότομη αύξηση παλμών. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια, μα κανείς δε στέκεται εκεί, απλώς η μουσική συνεχίζει να παίζει αλλάζοντας στο επόμενο κομμάτι αλλά παράλληλα αφήνοντάς σε να γυρνάς ένα ένα τα καρέ που ζήσατε, μοντάροντάς τα από την αρχή.
Θυμάσαι άραγε εκείνη τη χρονική περίοδο της ζωής σου που το πρόσωπο αυτού του τραγουδιού έπαιζε τον κύριο ρόλο στη ζωή σου; Θυμάσαι το feeling που σου έδινε; Που ξαφνικά όλα τα τραγούδια αποκτούσαν κάποιο νόημα, που άλλα είδη μουσικής που σνόμπαρες ξαφνικά άρχισες να τα βλέπεις με καλό μάτι και τελικά έφτασες στο σημείο να τα ακούς μήπως κι αυτός ο άνθρωπος έρθει λιγάκι πιο κοντά σου; Οι μελωδίες έγιναν αναμνήσεις και οι νότες χοροπηδούσαν σαν τρελές πάνω σε αυτό τον ρυθμό, θυμίζοντάς σου πως κάποτε, ίσως σε κάποιο καναπέ με αφημένα κουτιά από ντελίβερι δίπλα σας, ή σε κάποιο κρεβάτι με τα τσιγάρα στο κομοδίνο, έζησες έναν έρωτα με σάουντρακ κάθε στίχο του.
Κι εκεί έρχεται η νοσταλγία. Αρχίζουν οι εικόνες ολοένα να γίνονται περισσότερες και σε συνδυασμό με το ποτό, τα φώτα και τον καπνό των τσιγάρων ξαφνικά το συγκεκριμένο τραγούδι αρχίζει να έχει επίθετο κι όνομα. Ένα όνομα που σε πονάει. Σου θυμίζει ίσως την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου κι αυτό είναι στην πραγματικότητα που σε κάνει και μαραζώνεις περισσότερο, ότι μέσω αυτού του ανθρώπου ένιωθες την ανάγκη και την ορμή του να προσπαθήσεις για σένα πρώτα. Το τραγούδι αυτό αρχίζει να σε κάνει να ανατριχιάζεις ολόκληρος, να κλαις, να λησμονείς και ενδεχομένως να αναρωτιέσαι γιατί σε αγγίζει τόσο καιρό μετά.
Τα τραγούδια ή κάποια μελωδία έχουν την ικανότητα να σου θυμίζουν καταστάσεις ή πρόσωπα κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η γοητεία τους, στο ότι είναι δοχεία μνήμης. Είναι στην πραγματικότητα ένα γλυκόπικρο μπαχαρικό, καθώς η μελωδία αυτή είναι η μόνη που πλέον σε συνδέει με αυτόν τον άνθρωπο που δεν είναι πια στη ζωή σου, δεν καπνίζει τα τσιγάρα και σου και δεν τρώει μαζί σου ντελίβερι τα βράδια, δε σε φιλάει, δε του φτιάχνεις καφέ το πρωί. Αυτή είναι η πραγματικότητα, μέσω όμως της μουσικής, μπορεί για όσο διαρκεί το τραγούδι, να αλλάξει, να γίνει πιο όμορφη, πιο υποφερτή.
Έχει μια γλυκιά ηδονή η καταστροφή, έτσι λένε. Την ώρα που ακούς αυτό το τραγούδι και ηδονίζεσαι με τη σκέψη του παρελθόντος κατεβάζοντας βιαστικά κι αχόρταγα τις γουλιές του ποτού σου, φθείρεσαι καθώς η ανάμνηση πονάει, σε τσακίζει, μα το απολαμβάνεις ταυτόχρονα. Αφήνεσαι μέσα στις νότες του κομματιού, παρασύρεσαι κλείνοντας τα μάτια. Γελάς, κλαις, μέσα στη μουσική φωνάζεις τα λόγια μήπως κι ακουστούν εκεί που θέλεις, μα στην εναλλαγή και παύση μέχρι το επόμενο, συνειδητοποιείς πως έζησες για λίγο στο κεφάλι σου και τώρα είναι ώρα να ξυπνήσεις.
Είναι όμορφο να ξαναζείς μια ανάμνηση μέσω ενός κομματιού, είναι και λυτρωτικό κάποιες φορές, μα το πρόβλημα αρχίζει να είναι ανησυχητικό κι εμφανές όταν αυτό γίνει τρόπος ζωής. Τότε χάνεται όλο το νόημα. Σίγουρα είναι και πολύ «ποιητικό-ρομαντικό» να αφήνεσαι στη μελαγχολία των αναμνήσεων μέσω μιας μελωδίας , αλλά όχι συνεχόμενα και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αρχίζεις και χάνεις τη ζωή και δυστυχώς αυτή δεν περιμένει, τρέχει. Άκου αυτό το τραγούδι αρκετές φορές, νιώσ’ το, ζήσ’ το μέχρι τέλους, κλάψε, φώναξε μα μόλις το ποτό τελειώσει, προχώρα. Υπάρχουν πολλά όμορφα τραγούδια εκεί έξω που σε περιμένουν για να κάνουν την καρδιά σου να χτυπήσει δυνατά ξανά. Αρκεί να θελήσεις να τα ακούσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου