Ήταν αυτή η σκοτεινή μορφή, που αν και βρισκόμουν μέτρα μακριά της, μου ήταν τόσο γνώριμη, τόσο οικεία. Αδυνατούσα να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω της. Άλλωστε, για μένα, ήταν πάντοτε αδύνατο αυτό: να κρατήσω το βλέμμα μου μακριά απ’ το παρελθόν. Όσο η ζωή προχωρούσε, όσο μου υποδείκνυε νέα πράγματα, νέες καταστάσεις, τόσο ο φόβος μου γι’ αυτό το νέο κυριαρχούσε και με γυρνούσε πίσω. Εκεί, όπου ανέκαθεν ένιωθα πως ανήκω.

Αυτή η αλήθεια, η τόσο σκοτεινή για μένα, ήταν κάτι το οποίο αδυνατούσα να παραδεχτώ. Εγκλωβισμένη σε αυτή την τέλεια καμουφλαρισμένη ζωή, απέφευγα κάθε επαφή με τα πραγματικά μου συναισθήματα, τον πραγματικό εαυτό μου. Και, κυρίως, απέφευγα κάθε επαφή με εσένα.

Εσύ, λοιπόν, ένας καταλυτικός παράγοντας της δικής μου ζωής, ή καλύτερα ο μοναδικός καταλυτικός παράγοντας της ζωής αυτής, συνήθιζες να αποτελείς κι εξακολουθείς ένα αναπόσπαστο κομμάτι της. Ένα κομμάτι, το οποίο δε θέλω να θυμάμαι. Μία ζωή, που φοβάμαι να αγγίξω. Μία ζωή, γεμάτη ψέμα κι υποκρισία. Γεμάτη εικονικά συναισθήματα. Γεμάτη από κάποιον άλλο. Αυτή λοιπόν η ζωή η τόσο γεμάτη, αλλά ταυτόχρονα η τόσο άδεια, είναι η δική μου. Αυτή μου χάρισες. Αυτή μου άφησες αφότου έφυγες. Με αυτή ζω και με αυτήν θα πορεύομαι.

Με μεγάλες δρασκελιές, αυτή η φιγούρα πέρασε απέναντι το δρόμο, κατευθυνόμενη προς το μέρος μου. Όσο προχωρούσε, όσο πλησίαζε τον ήλιο, το φως, ήξερα. Ήξερα ακριβώς γιατί μου ήταν τόσο οικεία απ’ την πρώτη στιγμή. Κι όσο εγώ στεκόμουν σαστισμένη στη μέση του πεζοδρομίου, όσο τα άκρα μου δεν ήταν σε θέση να υπακούσουν τις εντολές που τους έδινα, τόσο αυτή η σκοτεινή πραγματικότητα με πλησίαζε. Και όσο περισσότερο πλησίαζε, εγώ έτρεμα..

Στάθηκες μπροστά μου γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι όπως τότε. Τα μάτια σου με περιεργάστηκαν για αρκετή ώρα, προτού τα χείλη σου σχηματίσουν ένα μικρό, θλιμμένο χαμόγελο. Δεν αντέδρασα. Απλά σε κοιτούσα για πολλή ώρα. Παρατήρησα το σχήμα των ματιών σου, το χρώμα. Τι άραγε σκεφτόσουν αυτή τη στιγμή; Τι ένιωθες;

Σαν μηχανικά, με αργές, ρομποτικές κινήσεις, πέρασες τα χέρια σου γύρω μου και με έσφιξες. Πολύ, πολύ δυνατά. Κι εγώ, που πάντα ήμουν ευάλωτη μπροστά σου, μπροστά στο άγγιγμά σου, άφησα τα μάτια μου να πλημμυρίσουν, καθώς τα χέρια μου αρνούνταν να ανταποδώσουν αυτή σου την κίνηση. Ίσως γιατί τόσο καιρό ήταν τα μοναδικά χέρια που με φρόντιζαν. Τα χέρια αυτά ήταν εκείνα που σκούπιζαν τα δάκρυά μου, όταν εσύ πια δεν το έκανες. Κι είναι αυτά που δε σε χρειάζονται πια.  Αλλά, από πότε τα χέρια δίνουν εντολές;

«Γεια» είπα, καθώς έκρυψα το πρόσωπό μου στο πλάι του κεφαλιού σου και προσπάθησα να κάνω τη φωνή μου να ακουστεί καθαρή, σταθερή. «Γεια; Αυτό έχεις να πεις;» με ρώτησες κάνοντας μία προσπάθεια να δεις το πρόσωπό μου.

Απέτυχες. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να με δει όταν απ’ τα μάτια μου είναι έτοιμες να χυθούν χίμαιρες συναισθημάτων. Γαζώθηκα πάνω σου κι έγειρα το κεφάλι απ’ την άλλη μεριά για να ακούγομαι καλύτερα, υποθέτω. «Τι άλλο μπορώ να πω;» ρώτησα με μία απορία την οποία μόνο εσύ γνώριζες. Μία απορία που έκρυβε μέσα της, στον τόνο τον οποίο προφερόταν, ειρωνεία.

Ναι, αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό δικό μου. Η ειρωνεία με βοηθούσε να συγκρατώ τον εαυτό μου κρατώντας τον μακριά από κάθε είδους συναισθηματική εκδήλωση. Κι εκεί που ανασηκώθηκες κάπως απότομα και ξεκόλλησες από πάνω μου, εκεί που ήσουν έτοιμος να με κατακρίνεις, όπως συνήθιζες να κάνεις, εκεί ήταν που αντίκρισα τα δικά σου μάτια, και κατάλαβα. Πώς να μην καταλάβω άλλωστε; Αυτά τα μάτια τα έζησα για τέσσερα χρόνια περίπου. Είχα μάθει να διαβάζω την παραμικρή τους κίνηση. Κάθε χαρά, θλίψη, ευτυχία, πόνο που εξέφραζαν. Αλλά, η θλίψη η οποία καθρεπτιζόταν σε αυτά τη στιγμή εκείνη, υπερτερούσε καθετί γνώριμο για εμένα.

Γιατί έτσι γίνεται με δύο ανθρώπους που έζησαν μαζί, που μοιράστηκαν στιγμές και πάθη. Κι ας ακολουθούν τώρα πια διαφορετικούς δρόμους, κάθε φορά που συναντιόνται, θα θυμούνται. Θα θυμούνται πως αυτά που ένιωσαν τότε, μία φορά τα αισθάνεται κανείς. Θα θυμούνται πως αυτός ο κόσμος, εκτός από σύντομος, είναι και βαρύς για να τον σηκώσουν δυο χέρια μόνα τους.

Όποιος απ’ τους δύο κι αν ευθύνεται για το χωρισμό, πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο, μεγαλύτερο απ’ την ευθύνη αυτή. Κάτι που μετά από όλα τα λάθη και τα χρόνια που θα περάσουν, αυτό θα συνεχίζει να τους ακολουθεί. Γιατί την αγάπη δεν την επιλέγεις, τη νιώθεις. Και αν κάποτε αυτή ενώθηκε με τον έρωτα, αλίμονο σε αυτόν που προσπαθεί να ξεμπλέξει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Διακουράκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Διακουράκη