«Δύο γραμμές άρα θετικό», σκέφτεσαι. «Θετικό; Μωρέ αποκλείεται, λάθος θυμάμαι». Ξαναπιάνεις το χαρτί με τις οδηγίες να κοιτάξεις. Όχι, θετικό είναι. Κοιτάζεσαι στον καθρέπτη και παίρνεις μίια βαθιά ανάσα, να το πεις μια κι έξω λες και θα αλλάξει κάτι.
«Θετικό», λες και περιμένεις απάντηση απ’ το άλλο δωμάτιο. Εντάξει, όχι απ’ το δωμάτιο, αλλά απ’ αυτόν που βρίσκεται σε αυτό. Μεγάλη παύση. «Ε εντάξει, περίμενες κάτι διαφορετικό;» Τι απαντάς τώρα; Αφού όντως δεν περίμενες. Άλλωστε δεν ήταν τρείς, ούτε έξι, ούτε εννιά μέρες καθυστέρησης. Δώδεκα ήταν. Περίπου δύο εβδομάδες, μισός μήνας. Τι άλλο να συνέβαινε δηλαδή, να άρχιζες να φουσκώνεις για επιβεβαίωση; Σύνελθε κορίτσι. Σύνελθε γιατί τώρα έπονται τα καλά.
Βγαίνεις απ’ το μπάνιο και καθίζεις δίπλα του. Η παρουσία του γίνεται ανάγκη. Μία από τις βασικές, σαν το νερό. Σε παίρνει αγκαλιά και βουρκώνεις. Τι κάνατε; Κι όσο περνάν οι ώρες συνειδητοποιείς πως η κατάσταση αυτή είναι σαν κατάρα: ωραία και τραγική ταυτόχρονα.
Η απόφαση μοιάζει μονόδρομος. Λίγο το νεαρό της ηλικίας, λίγο η οικονομική κρίση, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια. Μέσα σου καις. Καις από θυμό. Γιατί έγινες κι εσύ υποχείριο αυτής της διαστρεβλωμένης κοινωνίας. Αυτής που μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν, ή καλύτερα ζουν, αφού για ζωή μιλάμε. Μία ζωή που καλείσαι εσύ να στερήσεις εξαιτίας μιας λανθασμένης κοινωνίας. Εξαιτίας άλλων.
Γιατί γάμα το νεαρό της ηλικίας. Αν έχεις βρει τον άνθρωπό σου δε σε νοιάζει. Άλλα με τέτοιες καταστάσεις πώς να υποστηρίξεις τις επιθυμίες σου κι όσο πίστευες; Εσύ λοιπόν, που θεωρούσες πως η αγάπη σε έναν τέτοιο κόσμο είναι αρκετή, που τα λεφτά έπαιζαν πάντα δευτερεύοντα ρόλο –όχι επειδή τα είχες αλλά επειδή δε μετρούσαν–, που το να φέρεις ένα παιδί στον κόσμο θα ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής σου, εσύ είσαι η ίδια που θα τα ανατρέψεις.
Ίσως να ήταν όλα ευκολότερα αν η σχέση που είχες ήταν του πεταματού. Ή αν δεν ήσουν κατά της έκτρωσης από πάντα. Διότι τώρα καλείσαι να κάνεις δύο πράγματα: Να θυσιάσεις τα όσα πίστευες και κομμάτια απ’ τη σχέση σου στο βωμό του χρήματος. Γιατί εδώ μας κατάντησαν. Στις υλικές αξίες. Ειδωλολάτρες εν γνώσει να εθελοτυφλούμε.
Κι αρκετά με την κοινωνία. Με εσένα τι κάνεις; Και τη συνείδησή σου πώς θα την καθαρίσεις; Όχι, η έκτρωση δε σε κάνει λιγότερο άνθρωπο, μόνο ηττημένο σε αφήνει. Κι άντε μετά να μαζέψεις τα κομμάτια. Μόνη σου; Ούτε κατά διάνοια. Μαζί όμως με τον άνθρωπό σου κάτι γίνεται, σωστά;
Αφού όταν άνοιξες τα μάτια μετά τη νάρκωση ήταν αυτός που σου αγκάλιαζε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια. Ήταν αυτός που σου κρατούσε το χέρι μέχρι να βγείτε από αυτό το κτίριο –και ας θέλει να λέγεται νοσοκομείο για εσένα ένα παγωμένο κτίριο θα είναι από εδώ και μπρος– και να μπείτε στο αυτοκίνητο. Που σου πήρε τις αγαπημένες σου σοκολάτες και δε σε άφησε λεπτό μέχρι να περάσει όλο αυτό.
Κι έμεινε και μετά από αυτό, για να ‘ρθουν κι άλλα και να σας βρουν μαζί. Που κάθε βράδυ σε έπαιρνε αγκαλιά και μαζί επουλώνατε τις πληγές σας. Γιατί και γι’ αυτόν πληγή ήταν και ας μην το έδειχνε τόσο. Κάποιος άλλωστε έπρεπε να πάρει το ρόλο του δυνατού αφού εσύ δεν μπορούσες. Κι αν αυτός ο κάποιος δεν είναι ο άνθρωπός σου, τότε ποιος;
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Διακουράκη: Πωλίνα Πανέρη