Έφυγε πάλι, κι αυτό το πάλι είναι που θα τον στοιχειώνει τους επόμενους μήνες. Και ξεκίνησε πάλι το ρολόι να μετράει αντίστροφα και οι μέρες να φαίνονται αδιαπέραστες και πολλές, πάρα πολλές. Και πώς να καταλαγιάσει ο πόθος; Δεν είναι πρόκληση το χώρια, το έχουν ξαναζήσει. Αλλά κάθε φόρα έχει ως συνέπεια τα ίδια αρνητικά συναισθήματα. Δύσκολο πράγμα η απόσταση, πάλι καλά που υπάρχει το μαζί και την κάνει υποφερτή.

Επιλογή τους ήταν άλλωστε και το παλεύουν από την αρχή ως τώρα και θα το παλεύουν μέχρι το τέλος αν ποτέ υπάρξει. Είναι υπόσχεση που έχουν δώσει μεταξύ τους απ’ την αρχή, όρκος προς τη σχέση τους μα προπάντων προς τους εαυτούς τους. Όρκος ζωής κι αγάπης. Όρκος ενάντια στο χρόνο όμως και με τον χρόνο πώς τα βάζει κανείς;

Τα χιλιόμετρα πολλά κι όσο και να προσπαθούν να δώσουν ένα διάλειμμα σ’ αυτό το χώρια τόσο οι συνθήκες δεν τους αφήνουν. Λίγο η δουλειά, λίγο οι υποχρεώσεις.. Η καθημερινότητα τους απορροφάει και δεν τους αφήνει εναλλακτικές απελευθέρωσης. Μηχανικά σαν ρομπότ, κάθε μέρα ίδια με την προηγούμενη. Δουλειά, σπίτι, δουλειά. Ως και τα τηλεφωνήματα μεταξύ τους έχουν καταντήσει κοινά, προκαθορισμένα. Απ’ το καλημέρα ως το καληνύχτα.

«Δε ζω μακριά σου, απλά περιφέρομαι» του είπε μια μέρα και αυτή η φράση τριγυρνάει στο μυαλό του συνεχώς έκτοτε. Κι ο ίδιος το βιώνει άλλωστε, ως το μεδούλι, απλώς περιφέρεται. Κι είναι κάτι που τους βασανίζει και τους δύο: Πως ο κόσμος είναι πολύ μικρός και σύντομος για να περιφέρονται. Κι η ζωή κυλάει, η καθημερινότητα παραμένει αλώβητη, αλλά τουλάχιστον οι μήνες μετατράπηκαν σε μέρες.

Ωστόσο όμως, όση ενέργεια κι αν εναποθέσουν σ’ αυτές ο χρόνος είναι σκληρός αντίπαλος, από τους χειρότερους- αν όχι ο χειρότερος. Κι αν στην αρχή, ως και την τελική ευθεία όλα κυλούσαν γρήγορα, τις τελευταίες δύο μέρες η ζωή αλλάζει το παιχνίδι και παίζει σε slow motion κι είναι τόσο αργό που οι πρωταγωνιστές αυτής της κωμικοτραγικής ταινίας που παίζει η ζωή, αρχίζουν και τρελαίνονται.

Η δεύτερη μέρα πριν το τέλος είναι η αρχή του βασανιστηρίου. Ο χρόνος μένει στάσιμος, λες και το κάνει επίτηδες. Αν είχε μορφή θα στεκόταν σίγουρα μπροστά τους, για να τους εμποδίζει να προχωρήσουν και θα μόρφαζε με τον πιο αισχρό και διαβολικό τρόπο. Εκεί έχουνε φτάσει άλλωστε, στο να δώσουν μορφή στο χρόνο, μήπως και καταφέρουν να τον αντιμετωπίσουν.

Μέχρι απ’ το ημερολόγιο να σβηστεί κι η τελευταία μέρα.  Μέχρι η απόσταση από χιλιόμετρα να γίνει μέτρα, χιλιοστά. Μέχρι να εκμηδενιστεί. Κι εκεί, παίζονται όλα. Εκεί φαίνονται όλα. Το μέγεθος του πάθους, η λησμονιά κι η ανάγκη φτάνουν σε άλλα επίπεδα, εξωπραγματικά. Κι ειλικρινά, η υπερβολή σ’ αυτές τις καταστάσεις περισσεύει. Μιλάμε για έρωτα, άλλωστε. Απ’ αυτούς τους δυνατούς και τους μεγάλους, διαφορετικά πώς θα άντεχαν;

Οι κινήσεις τα τελευταία λεπτά βιαστικές, ρούχα, κλειδιά κι έφυγε. Στο αυτοκίνητο, κάθε φανάρι μείον.  Του στερούν λεπτά απ’τη ζωή του.  Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέχρι να φτάσει.  Μέχρι να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και ν’ αρχίσει να ζει ξανά. Μέχρι η αναπνοή του ανθρώπου του, να γίνει ένα με τη δική του.

 

Συντάκτης: Μαρία Διακουράκη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου