Φεύγω. Και θα το κάνω, το ξέρεις. Έχω ήδη ετοιμάσει τη βαλίτσα. Τα πράγματά μου δε θα τα βρεις εκεί που ήταν. Το βράδυ όταν θα γυρίσεις, εγώ θα έχω ήδη φύγει. Το σπίτι θα είναι άδειο.
Στο είχα πει άλλωστε, δε με χωράει ο τόπος εδώ. Και καταπάτηση ξένης περιουσίας δεν κάνω, τέτοιο θράσος δεν έχω. Ίσως το μετανιώσω -ίσως κι όχι-, δεν έχω προνοήσει ακόμα γι’αυτό. Βασικά, για τίποτα και ποτέ δεν προνόησα. Μου έφτανε πάντα να ζω τη στιγμή, το τώρα. Έβλεπα ξέρεις κάθε ώρα σαν μοναδική και προφανώς, τρώω τις συνέπειες αυτής μου της αφέλειας στα μούτρα.
Γέμισα ξανά τις δύο μου βαλίτσες λοιπόν και την κάνω για τα καλά. Ειρωνεία ο αριθμός τους ε; Δύο βαλίτσες όλη μου η ζωή. Ή μάλλον η ζωή που επέλεξα να φέρω μαζί μου κατά τη μετακόμιση. Την υπόλοιπη την είχα αφήσει σε κάτι αποθήκες του πατρικού να με περιμένει. Ή την πέταξα, δε θυμάμαι.
Τώρα που το σκέφτομαι, δικαιολογημένος ο αριθμός τους. Έπιαναν όσο χώρο ακριβώς μου είχες αφήσει στη ζωή σου. Ίσως και λίγο παραπάνω, ποιος ξέρει; Τέσσερα συρτάρια για τα ρούχα μιας γυναίκας ακούγεται κάπως παράλογο, σωστά; Εσύ όμως τόσο χώρο μου έδωσες. Ά και το ένα όγδοο της ντουλάπας σου. Και κάπως εγώ κατάφερα και τα σφήνωσα. Μη ζητήσω άλλο χώρο και φανεί σαν να μην εκτιμάω την παραχώρηση που μου έκανες.
Τελειωμένη υπόθεση ήμασταν εξαρχής. Γνήσιος εργένης εσύ, να θες το χώρο και το χρόνο σου και απ’ την άλλη εγώ, να πιστεύω σε αυτό το αναθεματισμένο το μαζί όσο δεν πιστεύω σε καμία άλλη λέξη. Τόσο διαφορετικοί.
Κι η αλήθεια, προσπάθησα. Προσπάθησα πολύ να σου δώσω να καταλάβεις πως το μαζί θέλει δουλειά και πως αν το αφήσεις σε μια άκρη μόνο του, μαραίνεται, χαλάει. Σπάει και γίνεται κομμάτια κι όχι τα δύο που ήταν στην αρχή, αλλά πολλά περισσότερα. Αλλά εσύ δεν άκουγες.
Σε κούραζαν, έλεγες, τα λόγια μου. Θα κάνω ό,τι θέλω, είχες πει, σαν τα δεκαπεντάχρονα που οι γονείς τους τούς επιβάλλουν να μείνουν σπίτι. Και το είχες πει παραπάνω από μία φορές. Σε σημείο να αναρωτιέμαι αν όντως, είμαι τόσο παράλογη όσο πίστευες. Επειδή είχα ζητήσει να μου δίνεις λίγη σημασία παραπάνω και να μη σπαταλάς τον χρόνο σου αλλού όταν σε χρειάζομαι κοντά μου.
Ναι, με λες και παράλογη τελικά. Γιατί κόντρα σε καθετί λογικό, εγώ έβαζα το πάθος μου γι’ αυτό το μαζί. Κάθε μέρα. Και στην αρχή στο έδειχνα, όσο με άφηνες τουλάχιστον. Μετά σταμάτησα και το έπνιξα μια μέρα με αναφιλητά. Σταμάτα να θες, πρόσταζα τον εαυτό μου, δεν είναι λογικό να θες από μία σχέση, από αυτή τη σχέση. Κι έτσι, όσο εσύ μου έλεγες πως όλοι χρειάζονται χρόνο για τον εαυτό τους, εγώ συμφωνούσα κι ας μην άφηνες καθόλου χρόνο γι’αυτό το μαζί στο τέλος. Είχες δίκιο άλλωστε, έπρεπε να έχεις, διαφορετικά γιατί συνεχίζαμε να είμαστε μαζί;
Και καταλήξαμε να μας έχει φάει η καθημερινότητα. Λίγο η δουλειά, λίγο ο περιορισμένος χρόνος στο σπίτι. Αυτό το μαζί, το δικό μας, έγινε ένα φιλί πριν και μετά τη δουλειά -κι αν.
Κι ίσως αν το παρατηρούσες κι εσύ, να μην πονούσε τόσο όσο πονάει τώρα. Ίσως τα καταφέρναμε να το παλέψουμε, αν τις στιγμές που μπορούσαμε να περάσουμε μαζί, όντως τις περνούσαμε. Ναι, ξέρω όμως, λίγο το άγχος της δουλειάς, λίγο η κούραση, λίγο η ζέστη, πόσα να αντέξεις ο άνθρωπος; Βαρύ φορτίο αυτό το μαζί τελικά. Γι’ αυτό το παίρνω μαζί μου.
Το σφήνωσα -κι αυτό- μες στις δύο μου βαλίτσες και πάω να κυνηγήσω τη ζωή. Πάω να κερδίσω όλα τα μαζί που μου έχεις στερήσει. Και θα τα κερδίσω. Γιατί είμαι παράλογη.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Διακουράκη: Πωλίνα Πανέρη