Αγαπητή Ιωάννα,
Πέρασε λίγος καιρός από το τελευταίο γράμμα σου. Ήθελα να σου απαντήσω νωρίτερα αλλά οι εξετάσεις μαζεύτηκαν και μου κλέψανε το χρόνο. Σήμερα έδωσα το τελευταίο μου μάθημα και είμαι επισήμως ελεύθερος. Ρώτησα τον πατέρα μου αν μπορώ να σε επισκεφτώ μέσα στο καλοκαίρι και μου απάντησε πως θα το σκεφτεί. Δεν του άρεσε πάρα πολύ η ιδέα και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σε δω. Στο σχολείο μου λένε να σου πω χαιρετίσματα και ας μην τους ξέρεις. Έχουν ακούσει πολλά για εσένα άλλωστε.
Το καλοκαίρι εδώ είναι διαφορετικό. Στους δρόμους βλέπεις το ζεστό αέρα να αιωρείται πάνω από την άσφαλτο και ο ουρανός είναι άχρωμος σε σχέση με εκεί. Κάποιες φορές, όταν έχει πολύ ζέστη, ένα σκυλάκι κοιμάται στην σκιά του σπιτιού μας και η μαμά μου του δίνει κρύο νερό. Σήμερα με τους φίλους μου φάγαμε το πρώτο μας παγωτό μετά την εξέταση. Ήξερα ότι θα ήταν η μέρα που θα σου έγραφα και ανησυχούσα ότι θα νόμιζες πως σε ξέχασα ως σήμερα. Δεν είναι τόσο άσχημα εδώ τελικά. Αν με έβλεπες μπορεί και να μη με αναγνώριζες. Τα μαλλιά μου τα κούρεψα κοντά και κυκλοφορώ πλέον με αμάνικα. Ίσως να μη σε αναγνώριζα ούτε εγώ. Σήμερα έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να σχηματίσω με τη φαντασία μου το πρόσωπό σου, αλλά για πρώτη φορά δεν μπόρεσα να το δω καθαρά και τρομοκρατήθηκα. Προσπάθησα πολύ αλλά δεν τα κατάφερα. Ίσως, σιγά-σιγά να σε ξεχνάω.
Πώς γίνεται στα όνειρά μου το πρόσωπό σου να είναι μπροστά μου και να μην είμαι σίγουρος αν σου ανήκει; Πώς γίνεται να είσαι μακριά και να νομίζω ότι σε βλέπω στο δρόμο; Να κοιμάμαι και να νιώθω τα όνειρά μου κενά πια, πώς γίνεται; Δε γίνεται να σε σκέφτομαι περισσότερο και να σε θυμάμαι λιγότερο με κάθε μέρα που περνάει. Πώς γίνεται να ξέρω ότι δεν είσαι εδώ και με κάθε σου γράμμα να το ξεχνάω ξανά;
Από τότε που μετακόμισα σε σκέφτομαι ακόμα πιο πολύ. Έχω όλα τα γράμματά σου κρυμμένα σε ένα συρτάρι και καμιά φορά τα κοιτάζω όταν περιμένω απάντησή σου. Θα ήταν υπέροχο αν βρισκόμασταν για λίγο αυτές τις μέρες. Μου λείψανε και οι υπόλοιποι, αλλά εσύ πιο πολύ από όλους. Των άλλων τα πρόσωπα τα ξέχασα προ πολλού. Το δικό σου όμως το είχα δει με όλες του τις εκφράσεις. Θυμάμαι το πρόσωπό σου όταν κάναμε κοπάνα και φοβήθηκες μην το μάθουν οι γονείς σου. Θυμάμαι που περπατούσαμε στο δρόμο για το φροντιστήριο και πατούσαμε τα φύλλα των δέντρων για να ακούσουμε τον ήχο τους. Δεν έχει κοπάνες πλέον και φύλλα, ούτε δρόμο για φροντιστήριο, αλλά ξέρω ότι του χρόνου θα ξαναέρθουν. Εσύ όμως ξέρω ότι δεν έχεις τρόπο να έρθεις.
Άραγε με θυμάσαι ακόμα; Είναι η πρώτη φορά που αμφισβητώ τι υπάρχει μεταξύ μας.
Τώρα δε θα έχω κάτι να μου αποσπά την προσοχή όταν το μυαλό μου προσπαθεί να σε ζωντανέψει. Κάθε φορά που ακούω νέα σου φοβάμαι μήπως είναι η τελευταία φορά που θα ακούσω για εσένα. Και αν δεν άκουγα ξανά νέα σου άραγε θα μαράζωνα ή θα ανακουφιζόμουν; Σ’ έχω σχεδόν ξεχάσει και όλοι λένε πως είναι καλό αυτό. Σε έχω σχεδόν ξεχάσει και το μόνο που με νοιάζει είναι αν με θυμάσαι εσύ. Δεν ξέρω τι απάντηση θέλω να ακούσω ή αν θέλω να ακούσω απάντηση. Ξέρω ότι θέλω να είμαι είτε ακριβώς δίπλα σου είτε πολύ μακριά σου, γιατί όλα τα ενδιάμεσα με πληγώνουν. Ξέρω ότι θέλω να σε έχω όταν σε χρειάζομαι, και θέλω να μη σε χρειάζομαι. Θέλω να σου λείπω και θέλω να μη σου λείπω. Ό,τι και να γίνει όμως θέλω να είσαι δυνατή. Θέλω να είσαι χαρούμενη και να γράφεις λιγότερο σ’ εμένα.
Θέλω να προσέχεις,
Αλέξης