Πηγαίνεις πάλι σ’εκείνο το μπαρ, που μερικά χρόνια πριν είχες τόσο έντονα γνωρίσει τον έρωτα. «Τον ποιον;» θα σου έλεγαν όσοι γνωρίζουν για ποιο πράγμα μιλάς. Μα δε σε νοιάζει, εσύ ως έρωτα τον σύστησες στον εαυτό σου, ως ένα κόλλημα γερό, απ’αυτά που δύσκολα -ή και καθόλου- διαγράφονται απ’ το μέσα μας.

Και πας λοιπόν και πατάς πόδι. Τόσες αναμνήσεις, τόσες όμορφες, ανέμελες, νεανικές στιγμές. Τότε που δε σ’ ένοιαζε τίποτα, που ζούσες για εκείνη τη μέρα της βδομάδας, που με την παρέα σου θα πήγαινες πάλι εκεί. Θα χορεύατε, θα μεθούσατε, θα ερωτευόσασταν. Κι εσύ κάτι τέτοιο έπαθες εκεί. Ήταν εκείνος ο άνθρωπος που ήταν έξω απ’ τα δεδομένα, που στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε απ’την αρχή η λέξη «κόλλημα».

Κάνεις το βήμα έχοντας στο μυαλό σου πως «σιγά καλέ, τόσα χρόνια πέρασαν» και λες πως δεν υπάρχει περίπτωση να πέσεις πάνω του. Κι ακόμα κι αν παρά τις λιγοστές πιθανότητες τον δεις εκεί, τίποτα δε θα νιώσεις. Δε ζει δα, αυτός ο πλατωνικός σας έρωτας ακόμη.

Πόσο λάθος έκανες όμως τελικά. Μια φιγούρα μες στον κόσμο που σου φαινότανε οικεία. Ήταν πώς να το πω, εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι που ένιωθες κάθε φορά που θα συναντιόσασταν τότε. Ήταν εκείνο το άγχος που τόσο έντονα έκανε την καρδιά σου να χτυπά όταν τα χείλη του θα αγγίζονταν με τα δικά σου. Ήταν ένας κόμπος, ένα χαμόγελο που έτρεμε και μια ψυχή που έφερνε πάλι στη ζωή ένα απωθημένο καλά φυλαγμένο. Έναν άνθρωπο «σχεδόν», σε μια εποχή «περίπου» κι ένα «εντελώς» κόλλημα.

Όταν σε εντόπισε μέσα στο πλήθος δεν ήξερες πώς έπρεπε να φερθείς. Ένιωσες πάλι είκοσι, χάζεψες κι απλώς περίμενες. Σου χαμογέλασε με βλέμμα πλατύ χαμόγελο έκπληξης κι αυθεντικού ενθουσιασμού. Κατευθύνθηκε προς το μέρος σου κι απλά άπλωσε το χέρι. Σε αγκάλιασε σφιχτά και σε φίλησε. Μία στο μάγουλο, μία στο μέτωπο. Έτσι, σαν ένας άνθρωπος απ’τα παλιά. Φίλος, γνωστός, κάτι. Σε κράτησε εκεί για μερικά λεπτά και σε ρώτησε τι κάνεις. Εσύ προσπάθησες να κρύψεις το τρέμουλό σου, πράγμα αδύνατο καθώς το χέρι σου βρισκόταν γύρω του.

Είναι εκείνο το άτομο που πάντοτε θα είναι ένα κεφάλαιο μόνο του. Που δεν το ανακαλείς, αλλά μόνο όταν το παρελθόν σού χτυπάει ύπουλα την πόρτα, η ψυχούλα σου τραντάζεται και πάλι. Είναι εκείνο το άτομο που πολλές φορές σκέφτηκες πως κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, σ’ ένα διαφορετικό χωροχρονικό πλαίσιο, ίσως και να γινόταν κάτι για εσένα. Όμως κάποιος λόγος είναι που έφερε τα πράγματα έτσι. Έτσι που να μην έγινε. Έτσι που να ΄ναι ο άνθρωπος αυτός για σένα ένα «σχεδόν». Ένα «αν» που ποτέ πια δε θα ολοκληρωθεί.

Είναι εκείνος ο άνθρωπος που όλοι οι φίλοι σου θυμούνται, που πάντα θα μιλάτε γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Γιατί ποτέ δε σου ‘κανε κακό, δε σε κορόιδεψε, δε σου πούλησε έρωτες. Ήταν που είχατε ένα κάτι αόριστο. Ένα μπες-βγες ο ένας στη ζωή του άλλου για κάποιο διάστημα. Είναι που τότε ήσασταν παιδιά. Δυο παιδιά που πια μεγάλωσαν. Είναι που τώρα, αν στο πλήθος πάλι τυχαία συναντηθείτε, το μόνο που σας μένει είναι εκείνη η σφιχτή αγκαλιά. Ο ενθουσιασμός και το φιλί στο μάγουλο. Είναι που πάντα θα τρέμει η ψυχούλα σου αλλά και το σώμα σου στη θέα του ανθρώπου αυτού.

Κι ίσως αυτές οι γραμμές να μην είναι μια από τα ίδια. Καλά, ίσως και να είναι. Είναι όμως επίσης και ένα ευχαριστώ, για όλους εκείνους τους έρωτες, απωθημένους και μη, που ήρθαν, έδωσαν και έφυγαν. Που δε σου πήραν τίποτα, δε σε τραυμάτισαν, παρά μόνο άφησαν στα χείλη μια γλυκιά γεύση αθωότητας. Μιας εποχής άλλης, δικής σου, ανέμελης. Στην υγειά των απωθημένων ερώτων, αυτών που μας έμαθαν τι πάει να πει λαχτάρα.

 

 

Συντάκτης: Άνδρη Χριστοφή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου