«Κάλλιο πέντε και στο χέρι», «Φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά» κι ένα πλήθος λαϊκών ρητών βάζουν φρένο στις παρορμήσεις μας και στη γοητεία που ‘χει το ρίσκο. Κάποιοι από μας, καθόμαστε στη γωνίτσα της ασφάλειάς μας και απολαμβάνουμε την απλά καλή δουλειά μας, χωρίς να έχουμε βλέψεις για την καλύτερη. Καθησυχαζόμαστε στην ικανοποιητική μας σχέση, χωρίς να τολμάμε να κυνηγήσουμε το παραμύθι.
Υπάρχουν όμως μερικοί που η γωνίτσα δεν τους ικανοποιεί, τρέχουν να μπουν μπροστά, να τους λούσουν τα φώτα της σκηνής, να γίνουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Κι αφού πετυχαίνουν το καλό, πασχίζουν τότε για το καλύτερο, είτε αυτό θα πει καριέρα, ερωτική ζωή, είτε οποιαδήποτε πτυχή του φάσματος της καθημερινότητας.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι λειτουργεί με βάση τα συναισθήματά του και σταματάει εκεί που θα νιώσει άνετα, ή που θα βολευτεί, αν θες. Την ίδια στιγμή κάποιος άλλος έχει στρατηγική, έχει πλάνο κι ανεβαίνει διαρκώς σκαλιά, χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται η κορυφή που θα τον ικανοποιήσει. Δεν ξεδιψάει ποτέ, αποζητάει πάντα περισσότερα, προκαλεί τα όρια και τις δυνατότητές του, αποζητώντας τον oργασμό που φέρνει η επιτυχία. Η απάντηση στο ερώτημα για το ποια απ’ τις δύο πορείες είναι η σωστή, είναι γεγονός αμφιλεγόμενο. Ο πρώτος ίσως να ζει έξυπνα, χωρίς να ξεβολεύεται και να κουράζεται τρέχοντας και πολύ μακριά κι ο άλλος ίσως κάποιος να πει πως ζει αληθινά, καθώς μονίμως τρέχει. Τρέχει για να προφτάσει. Να προφτάσει τη ζωή που περνάει και τις ευκαιρίες που περνάνε μαζί της.
Τον πρώτο ίσως να τον έλεγαν δειλό και φοβητσιάρη, εγώ όμως ίσως τον αποκαλέσω πληγωμένο, χτυπημένο απ’ τη ζωή, αποστασιοποιημένο. Τον άλλον ίσως τον πούνε απερίσκεπτο, άμυαλο κι άπληστο. Για την ώρα ας τον πούμε όμως διψασμένο, τολμηρό και παθιασμένο. Δεν έχουν τόση σημασία οι χαρακτηρισμοί, αμελητέοι μοιάζουν αντίκρυ στο μονοπάτι που απλώνεται μπροστά. Το μονοπάτι της ζωής που άλλος θα το τρέξει με χίλια, κι άλλος αργά- αργά και πολύ προσεκτικά θα το διανύσει μέχρι ενός σημείου.
Υπάρχει συχνά η τάση ο άνθρωπος, ζώο αγέλης, που προτιμά να πηγαίνει με την ομάδα του παρά να βγαίνει στο πεδίο μάχης μόνο, να διατυμπανίζει με στόμφο ότι είναι ζωτικής σημασίας να ξεφεύγουμε από το “comfort zone” μας, το γνωστό σ’ όλους βόλεμα. Ξεχνώντας βέβαια, πως η φύση μας, ή τελοσπάντων αυτή που βαφτίσαμε ως φύση μας, προστάζει να προχωράμε όλοι μαζί, κανείς πιο μπροστά, κανείς πιο πίσω. Όπως όμως κάθε αγέλη, επιβάλλεται κι η ανθρώπινη να ‘χει κάποιον ηγέτη, έναν αρχηγό. Κι έτσι συχνά, για να κάνουμε το πρώτο βήμα, θέλουμε να ξέρουμε πως κάποιος άλλος έχει ήδη κάνει το διασκελισμό και πως δεν απέτυχε. Όχι βέβαια, δε θα ‘μαστε εμείς οι πρώτοι, τα πειραματόζωα. «Κι αν αποτύχουμε;» Αυτό σκεφτόμαστε πολλές φορές. «Κι αν αποτύχουμε, τι;» Αυτό ίσως θα έπρεπε να σκεφτόμαστε αντ’ αυτού.
Κάνουμε τόση προσπάθεια και καταναλώνουμε τόση φαιά ουσία επιχειρώντας να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα κι ότι το ρίσκο είναι δρόμος δύσβατος και με λακκούβες, που ξεχνάμε πως κι αυτός που τόλμησε πρώτος, έπρεπε να κάνει την αρχή. Πως κάποιος πάντα πρέπει να ‘ναι το πειραματόζωο, εάν επιθυμούμε πραγματικά να προχωράμε και να εξελισσόμαστε ως οντότητες, ως άνθρωποι, ως επαγγελματίες, εραστές, φίλοι, αδέρφια, γονείς. Ότι κανείς δεν μπόρεσε να προχωρήσει προς τα μπρος μέσα απ’ τη ζώνη της άνεσής του. Ακόμα και η ονομασία της παραπέμπει σε δέσιμο, ακινητοποίηση, στασιμότητα. Μια ζώνη που σε κρατά εκεί, δεμένο, στα σίγουρα, τα καλά. Τα σκέτο «καλά», για την ακρίβεια. Και ζεις τη ζωή από μακριά, γίνεσαι απλός θεατής, αντί να είσαι η ενεργός της κινητήρια δύναμη.
Ωραίο είναι το βόλεμα, ωραία είναι να τα κοιτάς όλα από μακριά, να μη σ’αγγίζουν, να μη σε επηρεάζουν, να μη βάζουν σε κίνδυνο όσα με κόπο έκτισες. Αυτό το ποσοστό που πέτυχες να κατακτήσεις και τότε είπες «Φτάνει ως εδώ, μη χάσουμε μαζί με τα αβγά και τα πασχάλια στο τέλος». Γιατί φοβήθηκες πως όσα έχεις κατακτήσει, θα τα έχανες αν στόχευες και για ψηλότερα, περισσότερα, μεγαλύτερα.
Κι έτσι πολλές φορές προτίμησες να μην προσεγγίσεις εκείνο το άτομο που θεώρησες πολύ ευπαρουσίαστο για το δικό σου επίπεδο. Διάλεξες να μη στείλεις το βιογραφικό σου για εκείνη τη θέση εργασίας που ζητούσε ίσως περισσότερα από αυτά που γράφουν πάνω εσένα τα χαρτιά σου. Που δεν είπες πολλά «Ναι» που με λαχτάρα φώναζε η ψυχή σου, απλώς και μόνο γιατί το μυαλό και η ανασφάλεια ψιθύριζαν το «Όχι». Κι εσύ αντί να ακούσεις τις φωνές, οι ψίθυροι ήταν που σε κρατούσαν πίσω, ασφαλή, παρέα με όσα έχεις με τόσο κόπο κατακτήσει, να αναρωτιέσαι «Τι θα γινόταν αν…».
Τι θα γινόταν αν το’ κανες το βήμα χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσεις τα χνάρια κανενός. Αν τολμούσες να κατακτήσεις το δικό σου παραμύθι μέσα απ’ τον έρωτα, αν έκανες δουλειά το πάθος σου, αν το ποσοστό που για σένα θεωρείται επαρκές ήταν ένας τετραψήφιος αριθμός του εαυτού σου. Αν θέλεις να ζεις αληθινά ή έξυπνα, αυτό είναι στη δική σου διακριτική ευχέρεια. Αν θα ‘σαι ο αποστασιοποιημένος ή ο παθιασμένος. Όποιος απ’ τα δύο αυτά τυπάκια κι αν είσαι τελικά, κανείς δε θα σου πει πως πρέπει να αλλάξεις τους τρόπους σου κι ότι θα πρέπει πια να πράττεις διαφορετικά. Κάνε παύση όμως και θυμήσου τη ζωή που είπαμε πως περνάει. Τις ευκαιρίες που σε χαιρετάνε και σου κλείνουν το μάτι καθώς περνάνε μαζί της. Κι από αποφθέγματα; Ένας σωρός. Κι αντί να μετράς πόσα έχεις στο χέρι, πόσα ρούχα φυλάς κι αν έχεις τα μισά, διάλεξε αν θες ένα άλλο λαϊκό ρητό κι έχε στο νου σου πως «Τι είχαμε, τι χάσαμε, my friend»;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου