«Σαν στο σπίτι σου» λένε συχνά και τις περισσότερες φορές εννοούν να νιώθεις άνετα. Να είσαι ο εαυτός σου, να εκφράζεσαι, να νιώθεις ζεστασιά κι ευτυχία. Μια καμπύλη να σχηματίζεται στο πρόσωπό σου κάθε φορά που ανοίγεις εκείνη την πόρτα. Μια ανάσα ανακούφισης κι ένα σπίτι που σε περίμενε όλη τη μέρα για να χωθείς εκεί για να ξεκουραστείς, να ηρεμήσεις σώμα και μυαλό. Ν’ αφήσεις την ένταση, το άγχος και την πίεση κι εκείνο να σε περιθάλψει. Να σ’ αγκαλιάσει όπως τα χέρια εκείνου του ανθρώπου. Του ανθρώπου σου. Σπίτι δεν είναι πάντοτε οι τοίχοι που ορθώνουν ένα κτίριο. Σπίτι είναι τα ίδια εκείνα χέρια. Του ανθρώπου του δικού σου.

Είναι εκείνα τα δυο χέρια που θα κάνουν την πιο μαλακή κουβέρτα του σπιτιού σου να μοιάζει αχρείαστη. Είναι εκείνα τα μάτια που θα σε κάνουν να νιώσεις λες και μόλις πάτησες το πόδι σου σε περιοχή ιδιωτική. Για τους δυο σας και μόνο. Είναι που μαζί του δεν έχει σημασία η τοποθεσία μα ούτε κι ο προορισμός, γιατί σπίτι σου είναι πια εκείνος ο μόνος άνθρωπος. Και θα τον ακολουθήσεις στην άκρη της γης αν χρειαστεί, φτάνει ποτέ να μη χάνεις εκείνο το οικείο συναίσθημα.

Σπίτι σου δε θα σε νοιάζει το πώς θα συμπεριφερθείς. Δε θα φοράς το προσωπείο της κοινωνικής συναναστροφής. Δε θα είσαι στρατιωτάκι που σκέφτεται, μιλάει, κινείται ανάμεσα σε συγκεκριμένα μοτίβα κι επιτρεπόμενες εκφράσεις. Σπίτι σου βγαίνει προς τα έξω ο πιο χαλαρός εαυτός σου. Εκείνος ο τσαλακωμένος, κάποτε μουρτζούφλης, άλλοτε ναζιάρης ή κοινώς «παλιάτσος», εαυτός. Εκείνος που δεν ενδιαφέρεται για το ποιος θα τον δει και τι θα πει. Σπίτι σου μοναχά βγαίνουν από πάνω σου όλα εκείνα τα «πρέπει» και τα «δεν κάνει» της κοινωνικότητας. Εκεί είναι που μετατρέπεται σε κανονικότητα μ’όλες τις πρόχειρες κι όχι φτιαχτές γκριμάτσες σου. Εκεί που το σπίτι σου στέκει και σε παρακολουθεί. Και χαμογελάει. Χαμογελάει που νιώθεις «σαν στο σπίτι σου».

Σπίτι σου θα ξεχυθείς πάνω σ’εκείνον τον καναπέ κάθε βράδυ και θ’αναλογιστείς όλα τα συμβάντα της ημέρας σου. Θα τα πεις και αυτός θα σε ακούει. Θα θέλει να του πεις όλα τα σημαντικά κι ασήμαντα που συνέβησαν σ’αυτή την κάθε άλλο βαρετή και συνηθισμένη μέρα σου. Θ’ακούει την κάθε σου λέξη και χωρίς να πει τίποτα ακόμα θα σε κάνει να νιώθεις τόσο ανάλαφρα που ήτανε εκεί για να σου δώσει σημασία. Για να γκρινιάξεις, να γελάσεις, να κλάψεις ίσως. Φτάνει να ‘ναι εκεί μαζί σου. Είναι εκείνη η αίσθηση κι η σκέψη που έχεις συχνά στα μέσα της ημέρας και λες «θέλω επιτέλους να πάω σπίτι μου». Κι ίσως πολλές φορές να μην εννοείς τα πατώματα και τα μαξιλάρια. Μα ούτε το χώρο εκείνο, αλλά το άτομο που σου χαρίζει το αίσθημα αυτό.

Που είναι η φωλιά σου, εκεί που κουρνιάζεις όταν θέλεις να κρυφτείς απ’όλους και απ’όλα. Που θα είσαι προστατευμένος και δυνατός γιατί δε θα ‘σαι εκτεθειμένος. Θα ‘ναι εκεί για να σε προσέχει και να μην αφήνει τίποτα να περνάει μέσα απ’την ασπίδα του σπιτιού σου. Εκεί όπου οι πολλοί και τα πολλά περιττεύουν. Και όπου να ‘ναι, όποτε να ‘ναι, δε θα χάνει ποτέ την ιδιότητά του. Την τόσο προσωπική, τόσο δική σου. Μα θα σου θυμίζει αδιάκοπα πως έχεις κάτι ολόδικό σου, κάτι μοναδικό, που κανείς άλλος δεν έχει ίδιο. Γιατί το ‘κτισες με κόπο και προσπάθεια. Κι έχει θεμέλια γερά, για να κρατάει. Να σε στηρίζει όταν πέφτεις και πάλι ψηλά να σε σηκώνει. Να είναι πάντα εκεί, παρόν, η πόρτα που ξέρεις πως προορίζεται για σένα.

Ν’ανοίξεις την πόρτα και να ‘σαι σπίτι σου. Σ’εκείνα τα μάτια που φωτίζονται κάθε φορά που σε κοιτάζουν. Στην αγκαλιά που λαχταράς να σε κρατά σφιχτά χωρίς να σε αφήνει. Εκεί που δεν έχουν σημασία οι τοίχοι και τα τετραγωνικά. Ούτε τα χρώματα και η διαρρύθμιση του χώρου. Παρά μόνο να είσαι σπίτι σου. Στον άνθρωπο εκείνο το δικό σου.

 

Συντάκτης: Άνδρη Χριστοφή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου