Οι άνθρωποι αγανακτούν. Έχουν όνειρα που παραμένουν όνειρα όσο εκείνοι παραμένουν στη χώρα τους. Θέλουν ν’ ανοίξουν τα φτερά τους, να πετάξουν σ’ άλλα μέρη, να ρίξουν βελάκια σ’ όλες τις κατευθύνσεις του πλανήτη μέχρι να πετύχουν στόχο. Συχνά οι άνθρωποι λοιπόν φεύγουν, αφήνουν τη χώρα τους για ένα «καλύτερο αύριο», όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε. Για ένα πιο βέβαιο μέλλον, για να κάνουν τα επαγγελματικά τους όνειρα πραγματικότητα. Οι άνθρωποι όμως ερωτεύονται, επίσης. Ερωτεύονται κι αγανακτούν. Όχι από έρωτα, αλλά από απόσταση. Δεν είναι όμως ορθό λένε, ν’ αφήνουν τη χώρα τους για έναν έρωτα. Ανώριμο, απερίσκεπτο, βεβιασμένο ακόμα.
Πολλοί άνθρωποι δε θεωρούν αυτή την κίνηση σοφή γιατί μπορεί ο έρωτας να σβήσει. Και τότε τι μένει; Μένουν δυο άνθρωποι μόνοι κι ο ένας ή και οι δύο ξεκρέμαστοι σε μία ξένη χώρα. Ενώ η δουλειά; Για εκείνη υπάρχει εγγύηση κι έτσι είναι αποδεκτό το να ξενιτεύονται για χάρη της; Κι αν ο έρωτάς τους δε σβήσει τελικά; Τότε επιτρέπεται η ξενιτιά; Άνθρωποι που η επαγγελματική τους φύση δεν τους επιτρέπει να έχουν μια σταθερή βάση διαμονής, πιλότοι, αεροσυνοδοί, ξεναγοί και μυριάδες άλλοι. Άνθρωποι που έτυχε να συναντηθούν και να ερωτευτούν ενώ κατάγονται από διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Πολλοί τέτοιοι άνθρωποι που έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους. Που η ζωή τους έφερε στο ίδιο μονοπάτι. Και μπορεί να μην κατάφεραν να το μοιράσουν στο 100%, όμως ισορρόπησαν. Γιατί έχουν όλοι μ’ όλους δικαίωμα στον έρωτα. Όχι μόνο οι κοντινοί με τους γειτονικούς.
Παλιακές θεωρούνται πλέον οι πεποιθήσεις που υποστηρίζουν ότι δεν είναι πρέπον το να αλλάζει κάποιος όλη του τη ζωή για κάτι αβέβαιο. Χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει το αύριο και να παίρνει ρίσκα τα οποία πιθανό να τον φέρουν σε αδιέξοδο. Με την ίδια γραμμή λογικής τότε, αυτό σημαίνει ίσως πως πρέπει να παραμένουν άπραγοι, ακίνητοι, χωρίς να κάνουν βήματα ούτε μπρος, ούτε και πίσω. Μπας και δεν πετύχει το πείραμα και το ρίσκο τους οδηγήσει σε γκρεμό. «Αν ήμασταν φτιαγμένοι για να μένουμε στο ίδιο μέρος, θα ‘χαμε ρίζες αντί για πόδια», λέει το ρητό. Η κάθε κίνηση, μικρή και θεωρητικά ασήμαντη, αποτελεί ένα καθημερινό ρίσκο. Ποτέ δεν ξέρουν οι άνθρωποι αν η κάθε τους πράξη θα τους βγει σε καλό. Αν θα απαντήσει στο μήνυμα το αντικείμενο του πόθου, αν θα περάσουν στο πανεπιστήμιο που θέλουν, αν θα πετύχει η βαφή στη ρίζα, αν θα πάρουν τη δουλειά που επιθυμούν, αν ο έρωτάς τους θα αντέξει.
Είναι λοιπόν κι η άλλη οπτική που «επιτρέπει» να ξενιτευτούν και να κάνουν βήματα μπορούν. Να φύγουν μακριά σε άλλες χώρες, αν είναι για να κυνηγήσουν το επαγγελματικό τους όνειρο. Αν είναι για μια καριέρα που θ’ ανθίσει σε μια άλλη χώρα απ΄τη δική τους, τότε ναι. Τότε δικαιούνται να τρέξουν. Κι αν πέσουν δεν πειράζει. Θα σηκωθούν πάλι για να ξαναπροσπαθήσουν. Όμως όχι. Ποτέ να μην το κάνουν για έναν έρωτα. Να μη βασιστούν λέει, πάνω σ’ έναν άνθρωπο που μπορεί σ’ έναν χρόνο να μην τους θέλει πια. Και τότε τι; Τότε τι θα κάνουν όταν θα ‘χουν πια μετακομίσει όλη τη ζωή τους για το τίποτα; Δεν είναι για το τίποτα ούτε και άδικα. Εκεί έγκειται η διαφορά. Μπορεί ο έρωτας ναι, να σβήσει, όμως αυτό δεν κάνει την απόφαση για αλλαγή χώρας να φαντάζει λάθος. Λάθος δεν είναι τίποτα το οποίο κάποιος κάνει επειδή τη δεδομένη στιγμή της ζωής του εκείνο επιθυμεί.
Είναι και το άλλο. Μπορεί αυτός ο έρωτας που δε βλέπει σύνορα και ξεπερνάει χιλιόμετρα, να μη σβήσει τελικά. Μπορεί να καταφέρει να περάσει και να ξεπεράσει όρια. Να βρει ισορροπίες και το πείραμα εκείνο να πετύχει. Τότε θα αξίζει, ε; Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι να θυσιάζουν την πιθανότητα αυτή, φοβούμενοι πως η αποτυχία είναι κι εκείνη μια τέτοια πιθανότητα; Δεν έχουν ρίζες οι άνθρωποι. Έχουν πόδια για να περπατάνε, να τρέχουν. Μόνοι τους ή και με παρέα. Και χέρια για να κρατιούνται γερά και ν’ αντέχουν. Και φτερά έχουν οι άνθρωποι, αόρατα. Εκείνα είναι που αν τα εμπιστευτούν, ίσως τότε να ξεπεράσουν το φόβο με τα ύψη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου