Δε χρειάζεται να σου πω τι σημαίνει, δε χρειάζεται να σου φέρω παραδείγματα. Το ‘χεις πάθει κι εσύ, το χω ζήσει κι εγώ, το ‘χουμε συναντήσει όλοι. Καψούρα, φίλε. Κατά τον Μπαμπινιώτη, καψούρα ορίζεται ως ο «σφοδρός έρωτας και το πάθος που νιώθει κανείς για άλλο πρόσωπο» και καψούρης ως «αυτός που είναι πολύ ερωτευμένος».
Καψούρης. Εκείνος που νιώθει την κάψα. Την ανάγκη να δει, να αγγίξει, να νιώσει το άλλο άτομο. Καψούρα φιλαράκι, δεν είναι κάποιου είδους συναίσθημα. Δεν το νιώθεις με την ψυχή, παρά μόνο το αντιλαμβάνεσαι μέσω των ζωτικών σου οργάνων. Είναι εγκεφαλικό το ζήτημα. Η καψούρα γεννιέται, οδηγείται κι παίρνει φωτιά από μια οργανική ουσία, μια ουσία που λειτουργεί ως ο Ερμής των εγκεφαλικών κυττάρων. Είναι η ντοπαμίνη, που τα βοηθά να επικοινωνούν το ένα με το άλλο, να στέλνουν μηνύματα, όπως είναι κι εκείνο που λέει ότι ερωτεύτηκες.
Όταν καψουρευόμαστε, η ουσία αυτή, γνωστή κι ως η ορμόνη της απόλαυσης βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αυτά, λοιπόν τα υψηλά επίπεδα ενεργοποιούν τα κέντρα επιβράβευσης. Κέντρα τα οποία βρίσκονται σε έξαρση κατά τη χρήση ουσιών.. Όχι, δεν είναι χάριν γούστου που δηλώνουμε πως ο ερωτευμένος δεν μπορεί να ζήσει μακριά απ’ την καψούρα του. Ο έρωτας είναι πράγματι αυτό το συναίσθημα που μας διακατέχει, ότι δεν μπορούμε δηλαδή λεπτό χωρίς τον άλλον. Υποκινούμενοι από τα εγκεφαλικά μας κύτταρα κι όχι από κάποιου είδους μαγικό κουμπάκι που πατάμε και τσουπ! Έρωτας.
Έρωτας σημαίνει φωτιά. Φωτιά που καίει κι οι φλόγες χορεύουν ανεξέλεγκτα. Κι ο ερωτευμένος, ο καψούρης, χορεύει πάνω στις φλόγες χαμογελώντας. Είναι εκείνη η κάψα που τον διαπερνάει. Που ξεκινάει από πάνω-πάνω, απ’ το μυαλό. Και σιγά-σιγά περνάει σ’όλα τα μέρη κι όργανα του σώματός του. Είναι η φλόγα που τον τυλίγει, κι αυτός αφήνεται κι αποζητάει να καεί.
Κι η λέξη καψούρα, έχει λίγο κάπως υποτιμηθεί, έχει ίσως χάσει την αξία της μέσω λαϊκισμών κι εκφράσεων πότε ειρωνικών και πότε τριτοδεύτερων. Όμως η ελληνική αυτή λέξη, είναι η μόνη που κατάφερε τόσο πετυχημένα και εμπεριστατωμένα να περιγράψει μέσα από επτά γράμματα όλη τη διαδικασία λειτουργίας των ερωτευμένων εγκεφαλικών κυττάρων. Μέσα από αυτή τη μικρή λέξη, καταφέραμε να συμπυκνώσουμε έννοιες όπως έρωτας, ενθουσιασμός, ανυπομονησία, λαχτάρα, επιθυμία, πόθος. Διακαής, εξ ου κι η «κάψα».
Έχουμε χαρακτηρίσει τραγούδια αγάπης κι έρωτα ως «καψουροτράγουδα», τα ‘χουμε τραγουδήσει, τα ‘χουμε αφιερώσει. Κρυφά και φανερά. Τραγούδια που ενίοτε περιγράφουν όλα αυτά που δυσκολευόμαστε να βάλουμε σε μια σειρά, να τα συντάξουμε και να τα μεταδώσουμε. Που όταν τα ακούμε νιώθουμε πως αγγίζουν την ψυχή μας, πως λένε ακριβώς αυτό που ψάχνουμε τρόπους για να εκφράσουμε. Είναι που τα λόγια εκείνα, συμμορφώνονται με την ορμόνη που εκκρίνει ασταμάτητα ο εγκέφαλός μας. Είναι που όλα εναρμονίζονται κι ένα «καψουροτράγουδο» ταυτίζεται με ένα πρόσωπο, μια φωνή, δυο μάτια. Δύο πολύ συγκεκριμένα μάτια. «Καψούρης θα ‘μαι μια ζωή με τα δικά σου μάτια», το λέει και το άσμα.
Γι’ αυτό ας είμαστε περήφανοι καψούρηδες. Καθώς συχνά ψάχνουμε εναλλακτικούς τρόπους για να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε, αφού πολλές φορές δε θέλουμε να επαναλαμβάνουμε κλισεδάκια, ή γιατί φαντάζει τρομακτικό το σ’αγαπώ, η λύση είναι εδώ μπροστά μας ολοζώντανη. Πες στον άλλο «είμαι καψούρης με την πάρτη σου» κι αν είναι έξυπνος, τότε θα καταλάβει. Θα καταλάβει ο άλλος άνθρωπος πως τον θέλεις, τον ποθείς, τον αποζητάς. Πως έχεις την ανάγκη να είσαι μαζί του. Κι αυτό είναι ίσως αρκετό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου