«Μαζί θα γεράσουμε», είπαμε πολλές φορές και γελάσαμε, καθώς κοιταζόμασταν όλοι μαζί κι ένας-ένας όταν πάλι τα ίδια άτομα βρεθήκαμε τυχαία -ή και όχι- σ’ ένα κλαμπ. Εμείς οι δυο-τρεις που είμαστε πάντα περήφανα μπακουράκια και ξέρουμε πως πάλι μαζί θα καταλήξουμε να τα πίνουμε κάπου έξω. Ξέρουμε πως ίσως ο άλλος να μην μπορεί να ‘ρθει, γιατί έχει κανονίσει κάτι με το αμόρε κι η άλλη μάλλον θα γνωρίσει σήμερα τα πεθερικά.
Κι έχει πλέον γίνει μόνιμο αστείο, αφού έχουμε καβατζώσει κι από ένα άτομο ο καθένας μας απ’ την παρέα, λέγοντας πως για να μη μείνουμε στο ράφι θα ζευγαρωθούμε μεταξύ μας. Έτσι, ένα γάμο λευκό, για τα μάτια του κόσμου, για το γαμώτο, ρε γαμώτο! Και γελάσαμε πάλι. Δε μας πειράζει που είναι έτσι τα δεδομένα, ίσως και να μην ξέραμε να τα διαχειριστούμε αν ήταν αλλιώς. Βέβαια δε θα μας χαλούσε αν έμπαινε κάθε τόσο ένα τέλος στην γκαντεμοελευθερία μας, όμως αυτό δε σημαίνει πως δε μάθαμε να ζούμε με αυτή και να τη διακωμωδούμε.
Και κάνουμε όνειρα πως θα γεράσουμε παρέα, πως θα βγαίνουμε στα ίδια μέρη και θα γελάμε, θα συνεχίσουμε να ρεζιλευόμαστε όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε. Παρέα. Γέροι και γριές πια, αλλά με τα ίδια μυαλά. Τα μυαλά στα κάγκελα, μια ζωή. Πως θα ‘χουμε, λέει, μια σπιταρόνα που θα αράζουμε παρέα, εμείς και τα αρθριτικά μας. Σκεπασμένοι με μια κουβερτούλα ο καθένας μας, θα λέμε τις ίδιες μαλακίες που λέμε και τώρα και θα γελάμε. Θα ‘χουμε και μια πισίνα κι εφόσον δεν τα φάγαμε σε γάμους κι οικογένειες, θα τα φάμε όλα σε χλιδές. Όχι, δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη σε ποιον από όλους μας θα ανήκει το σπίτι, θα το δούμε αυτό στην πορεία.
Δεν πειράζει που θα μείνουμε μπακούρια, φτάνει να συνεχίσουμε να ‘χουμε ο ένας τον άλλον. Κι όποτε συναντηθούμε κάπου για καφέ, θα πέσει πάντα μια κουβέντα για το συμμαθητή που παντρεύτηκε, τη συμφοιτήτρια που γέννησε και πάει λέγοντας. Και θα μετράμε γνωστούς με βέρα στο δεξί και κάνα-δυο παιδάκια στην αγκαλιά. Εμείς θα μετράμε πόσα gin θα κατεβάσαμε μέσα σ’ ένα βράδυ, πόσες μέρες θα διαρκέσει το επόμενο ταξίδι που θα κάνουμε, πότε θα πάμε για ψώνια κι άλλα τέτοια ανούσια. Ανούσια, για εκείνους που έχουν, λέει, «προχωρήσει». Ουσιώδη όμως για μας που μένουμε εκεί που μας άφησαν από την εποχή του Λυκείου στον ερωτικό τομέα. Ίσως τότε να ήμασταν και λίγο πιο τυχεροί, ίσως να είχαμε και μια σχέση. Μπορεί να μην το επιλέξαμε, όμως τουλάχιστον έχουμε ο ένας τον άλλον τώρα.
Μέσα μας ξέρουμε πως αυτό είναι ένα αστείο. Ένα αστείο που μας προσέχει, μας κάνει να μην είμαστε ανασφαλείς, γιατί δεν ανήκουμε στην πλειοψηφία. Μέσα μας πιστεύουμε πως θα ‘ρθει κι η σειρά μας, πως για όλους υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί έξω. Πως ίσως είμαστε ιδιότροποι, πως η δική μας σειρά απλώς δεν έχει έρθει ακόμη. Όμως δεν είμαστε μόνοι, έχουμε ο ένας τον άλλον. Για να βγαίνουμε, να πίνουμε, να γελάμε, να γινόμαστε άφοβα ρεζίλι χωρίς να ‘χουμε έγνοια πως έχουμε να λογοδοτήσουμε σε κάποιον. Κανείς δε νοιάστηκε! Κι αυτό είναι το ωραίο της υπόθεσης.
Αν παρόλο το γέλιο που ρίχνουμε κάθε φορά που λέμε «εσύ ήσουν το γραφτό μου γαμώτο» και «με σένα θα καταλήξω στο τέλος», απευθυνόμενοι προς τα κολλητάρια μας, συμβεί αυτό τελικά, εγώ σου λέω πως δε θα μας πάρει κι από κάτω.
Θα ‘χουμε βλέπεις την πισίνα μας, θα πάρουμε ο καθένας από μια αναπαυτική πτυσσόμενη καρεκλίτσα και θα πίνουμε το κρασάκι μας. Δεν πιστεύω πως θα παντρευτεί κανείς με κανέναν, ούτε λευκά, ούτε και χρωματιστά. Θα ‘μαστε απλώς οι ίδιοι με τώρα, με λίγο διαφορετικό χρώμα μαλλιών, λίγες ρυτίδες παραπάνω κι ίσως με δυσκολία στην κίνηση. Όμως θα έχουμε ο ένας τον άλλον. Ας το πούμε όσες φορές χρειάζεται, μέχρι να καταλάβουμε την αξία της κουβέντας αυτής. Αφιερωμένο στα μπακούρια. Αυτά που ‘χουν τα φιλαράκια τους για να γεράσουνε παρέα!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.