Πιστεύεις στη χημεία και τη νοητική επικοινωνία; Πιστεύεις στη σύνδεση μεταξύ αγνώστων και την επιρροή που μπορεί να ‘χουν ο ένας πάνω στον άλλον; Όλα αυτά ίσως ακούγονται ουτοπικά, γεγονότα που ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας, που το μυαλό πλάθει για να ‘χει τροφή για επεξεργασία. Κι όμως, είναι αυτό που ‘χεις με λιγοστούς ανθρώπους, που όταν ακούσεις το «κλικ» λες «εδώ είμαστε».
Για ποιο σκοπό, άγνωστο, αχρείαστη πληροφορία. Ξέρεις απλώς ότι οι εγκέφαλοι συναντιούνται, τα νεύρα διεγείρονται κι οποιαδήποτε συνύπαρξη αποβαίνει τουλάχιστον εκρηκτική. Νιώθεις πως είναι σπάνιο, γι’ αυτό το αποζητάς κι όταν το βλέπεις να συμβαίνει είναι εντυπωσιακό. Λόγια, σκέψεις κι αισθήματα, ακόμα και συμπεριφορές, συμβαδίζουν τόσο πολύ που νομίζεις ότι κοιτάς τον εαυτό σου σε καθρέπτη, πως του μιλάς και για πρώτη φορά ανταποκρίνεται. Πρώτη φορά αντικρίζεις το εγώ σου γυμνό, μέσα απ’ τα μάτια των άλλων κι αυτό σε τρομάζει. Κι εκεί που νόμιζες ότι η μοναδικότητά σου δε συγκρίνεται με άλλη, αντιλαμβάνεσαι πως είστε κι άλλοι. Οι ίδιοι. Λίγο ρομαντικοί αλλά και κυνικοί. Λίγο ευαίσθητοι αλλά και σκληροί. Καταλαβαίνεις πως είναι κι άλλοι που οραματίζονται τις σκέψεις τους, που τις βάζουν στο χαρτί, που αγαπούν να διαβάζουν ανθρώπους, σκέψεις, συναισθήματα. Τα δικά τους αλλά και τα δικά σου.
Εκείνος ο άνθρωπος, λοιπόν, θα συμπλήρωνε τις σκέψεις σου, λες και γνωρίζεστε καιρό, θα έλεγε αυτό που έχεις στο μυαλό σου, λες κι είχε κάποια μαγική ικανότητα και μπορούσε να δει τα ανείπωτα. Θα τον άκουγες να μιλά και θα αναρωτιόσουν πότε σε άκουσε να τα λες αυτά, γιατί ήταν λες και τα πήρε από ‘σένα. Κουβέντες κι αστεία. Προσπαθώντας να πείσεις τον εαυτό σου πως ίσως έτυχε και πως μάλλον το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένας βασικός δείκτης ευφυΐας, τον οποίο δεν είχε τύχει να συναντήσεις μέχρι τώρα.
Σκέφτεσαι ότι δεν πίστευες ποτέ σου στις συμπτώσεις. Πως τα πάντα έχουν το σκοπό τους, πως συμβαίνουν για να μας διδάξουν. Κάτι. Το άγνωστο κάτι. Τόσο γνωστό πια, χιλιοειπωμένο, χιλιογραμμένο, χιλιοσυζητημένο. Κι όμως, παραμένει άγνωστο. Κι οι άνθρωποι παραμένουμε πιόνια του, σε μια άπελπι προσπάθεια να το καθορίσουμε, να το αναλύσουμε, να το ανακαλύψουμε.
Το μυαλό ήταν το πρώτο κι ίσως το σημαντικότερο πράγμα που σε έλκυσε πάνω σε εκείνον τον άνθρωπο. Πιθανόν το μοναδικό, όταν δεν είχες καμιά άλλη πληροφορία. Η ευστροφία του κι η επικοινωνία του με το δικό σου, πραγματικά φαντασμαγορική συνάντηση. Δε θες να το λες συχνά, μήπως και κακομάθει και πάψει να προσπαθεί για να σε κρατά εκεί, κοντά. Όμως και θες να το λες, έχεις την ανάγκη να εξηγείς ποια είναι τα πράγματα που σε ωθούν προς το μέρος αυτού του ανθρώπου. Κι όταν το λες, δεν εισπράττεις τίποτα άλλο παρά μόνο έναν αυθεντικό, σχεδόν παιδικό, ενθουσιασμό, λες και ζει για να του επιβεβαιώνεις πως είναι σημαντικός. Κι εσύ χαίρεσαι όταν είναι χαρούμενος, γιατί η χαρά του είναι μεταδοτική.
Γιατί όταν ακούς τον τόνο της φωνής του να αλλάζει, όταν καταλαβαίνεις πως έκανες κάτι σωστά, πως του έδωσες τροφή για σκέψη κι ευχαρίστηση, τότε επιβεβαιώνεσαι κι εσύ. Συνειδητοποιείς πως δεν είναι κακό να εκφράζεις αυτά που νιώθεις, να λες στον άλλον πώς σε κάνει να νιώθεις. Κι αφού, για να ‘σαι εκεί, κάτι θα βλέπεις πάνω του, κάτι θα σε κάνει να μένεις, δεν είναι κακό να το παραδέχεσαι, να το ξέρει και να συνεχίζει να σου το προσφέρει.
Είναι σαν αυτή την αίσθηση που είχες την πρώτη φορά που ανέβηκες σε εκείνο το παιχνίδι της παιδικής χαράς. Που σε γυρνούσε τόσο γρήγορα που σε φόβιζε, αλλά δεν ήθελες και να κατέβεις. Που δεν ξεχώριζες γύρω σου σχήματα κι ανθρώπους, που όλα ήταν θολά. Κι όμως, κάθε φορά που πήγαινες στην παιδική χαρά θα ανέβαινες και σ’ αυτό. Έτσι και τώρα. Σε ελκύει η θολή αυτή αίσθηση, το χάσιμο, ο φόβος. Ανεβαίνεις κι ελπίζεις πως οι εικόνες θα ξεκαθαρίσουν σιγά-σιγά και πως πια το παιχνίδι της παιδικής χαράς που λέγεται «ζωή», δε θα σε φοβίζει. Κάπως έτσι σε έκανε να νιώθεις εκείνος, καθώς κάθε φορά, με τον φόβο μήπως κι αύριο δε θα ‘χεις την παρουσία του κοντά σου, ήταν λες κι ήσουν μικρό παιδάκι που έπεφτε κάτω και χτυπούσε. Και κάθε φορά θα σηκωνόσουν πάλι και θα του ζητούσες άλλον ένα γύρο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη