«Εγώ σ’ έχω γεννήσει», «η μάνα ξέρει» και ποικίλες άλλες φράσεις έχουν γίνει μόνιμη καραμέλα στο στόμα μας κι έρχονται συνεχώς να μας θυμίζουν πόσο καλά μας γνωρίζουν οι γονείς μας. Πόσο εύκολα μπορούν να διαισθανθούν ακόμα και τα ανείπωτα όταν πρόκειται για τα παιδιά τους και να σταθούν εκεί, φωτεινοί σηματοδότες για να τα καθοδηγούν. Επειδή ένας γονιός καλείται να έχει απαντήσεις για τα πάντα. Έχει ταυτιστεί με τη στάμπα του παντογνώστη αλλά και ίσως κάποιου είδους μάντη. Είναι όμως πραγματικότητα, ή πρόκειται για μια λίγο παραφουσκωμένη φαντασίωση; Όσο κι αν ένας γονιός μπορεί να είναι παράδειγμα ενσυναίσθησης όσο αφορά τα παιδιά του, να νιώσει αυτό που νιώθουν και να τρέξει χιλιόμετρα μέσα στα παπούτσια τους, σίγουρα δε μπορεί να δει πίσω απ’ τις λέξεις και να μαντέψει αυτά που δε θα του εκμυστηρευτούν.
Ίσως αυτή η πεποίθηση να έχει γεννηθεί εξαιτίας του γεγονότος ότι όταν τα παιδιά είναι σε κάποια πολύ νεαρή ηλικία και μέχρι ίσως την εφηβεία, είναι κολλημένα στους γονείς τους, εξαρτώνται απ’ αυτούς. Δεν είναι ιδανικά παραδείγματα ωριμότητας κι έτσι ίσως να αδυνατούν να κρυφτούν απ’ τους γονείς τους. Θεωρούν πως μπορούν να τους κοροϊδέψουν ή να κάνουν την επανάστασή τους ανεξέλεγκτα, χωρίς κανείς να τους καθορίσει όρια και περιορισμούς. Όμως ο γονιός θα παραμείνει σιωπηλός και δε θα αποκαλύψει πριν να είναι η κατάλληλη στιγμή πως ξέρει πολύ καλύτερα αυτό που το παιδί του τού έκρυβε, απλώς επειδή «ο γονιός ξέρει».
Έτσι συγχέουμε τα γεγονότα και θεωρούμε ότι το παραπάνω παράδειγμα μπορεί να εφαρμοστεί σ’ όλες τις ξεχωριστές περιπτώσεις οικογενειών, δεσμών και ηλικίες παιδιών. Μας ξέρουν άραγε οι γονείς μας τόσο καλά όσο τότε όταν προσπαθούσαμε αδίκως να μην αποκαλυφθούμε όταν σπάσαμε εκείνο το βάζο στο δημοτικό, όταν βγαίναμε κρυφά με το αμόρε στο λύκειο ή όταν γυρνούσαμε στο σπίτι μεθυσμένοι όταν σπουδάζαμε; Γνωρίζουν άραγε ακόμη τόσο καλά το σπλάχνο τους, έτσι που να μην χρειάζεται καν αυτό να ανοίξει την καρδιά του; Είναι ευρεία η έννοια και η ευθύνη που φέρει ο ρόλος του γονέα. Είναι όμως κι ελαφρώς παρεξηγημένη, καθώς μερικές φορές περιμένουμε θαύματα, απ’ εκεί που δεν πιστέψαμε καν στα καθημερινά.
Ναι, ένας γονιός είναι ικανός να κατανοήσει πλήρως αυτό που θα του πει το παιδί του, να το συμβουλεύσει, να το στηρίξει, να το βοηθήσει. Μόνο όμως εφόσον πάει και πραγματικά εκφράσει με λέξεις αυτό που θέλει κι έχει στο μυαλό του. Όχι, ένας πατέρας, μια μητέρα, δεν έρχονται με κάποιου είδους υπερδυνάμεις, έτσι που να διαβάζουν τις σκέψεις μας. Δεν τους δίνεται ειδικό εγχειρίδιο με το που γίνονται γονείς για να έχουν την ικανότητα να ξέρουν τα πάντα και για πάντα. Δεν μπορούν να γνωρίζουν για τα όνειρα και τους στόχους μας εάν εμείς δεν ανοίξουμε το στόμα μας και φτιάξουμε προτάσεις λέγοντάς τους για αυτά. Τι κι αν μας έστειλαν για σπουδές κι έχουν καθησυχαστεί; Ίσως να μην έχουν καμία ιδέα πως το όνειρό μας πάντα ήταν να κάνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πως πήγαμε να σπουδάσουμε για το δικό τους το χατίρι και πως τελειώνοντας θα ανοίξουμε τα φτερά μας προς άλλους προορισμούς. Το ξέρουν άραγε οι γονείς μας αυτό; Ή μόνο παινεύονται και νιώθουν περήφανοι, που έτσι, όλως τυχαίως, οι ακαδημαϊκές επιλογές του παιδιού τους ταιριάζουν απόλυτα με τις δικές τους προτιμήσεις;
Μπορεί άραγε ένας γονιός να δει πίσω απ’ τη χαρούμενη σχέση του παιδιού του με το ταίρι του και να καταλάβει πως ίσως καταπιέζεται; Ναι, ίσως ν’ αντιληφθεί πως κάτι πάει στραβά, εξαιτίας της διάθεσης του παιδιού του– κάτι όμως που θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί ο καθένας. Εάν όμως το ίδιο το παιδί δε μοιραστεί με την οικογένειά του τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τότε κανείς δε θα ‘ναι και σε θέση να του σταθεί. Αντιστοίχως, μπορεί ένας γονιός να διακρίνει τη μοναξιά που διακατέχει το σπλάχνο του πίσω από την επιτυχημένη του καριέρα αλλά το άδειο του σπίτι; Τι κι αν το παιδί τους δηλώνει καριερίστας και πως δε νοιάζεται για σχέσεις και δεσμούς; Όταν πηγαίνει το βράδι στο σπίτι του, κανείς δεν είναι εκεί για να το πάρει μια ζεστή αγκαλιά. Είναι σε θέση ο γονιός να διακρίνει αυτή την ανάγκη χωρίς να του το εξομολογηθεί το ίδιο το παιδί του;
Τα παραπάνω και μυριάδες άλλα παραδείγματα, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το ν’ αποδεικνύουν πως έχουμε βρει την τέλεια δικαιολογία για να μην χρειάζεται να μπαίνουμε στη δύσκολη κι άβολη θέση της εξομολόγησης. Ακόμα κι αν ο εξομολογητής είναι ο πατέρας ή η μητέρα μας. Κι έτσι μπορούμε και λίγο να τους ρίχνουμε την ευθύνη που «δε μας καταλαβαίνουν», εφόσον ως γονείς θα έπρεπε να ήξεραν. Θα έπρεπε να ψυχανεμίζονταν την καθεμιά μας σκέψη και φοβία. Να ήξεραν πότε πρέπει αν μας στηρίξουν και πότε να μας αφήσουν χώρο και χρόνο για να πετάξουμε με φτερά δικά μας. Αλλά και πότε ακριβώς θα χρειαστούμε το γονεϊκό τους αλεξίπτωτο. Έτσι, χωρίς να κάνουμε εμείς κανέναν κόπο για να ζητήσουμε αυτή την προστασία. Για να ‘ρθουμε ένα βήμα πιο κοντά στους ανθρώπους που ισχυριζόμαστε πως μας ξέρουν πιο καλά απ’ τον καθένα.
Ίσως λοιπόν να καθίσταται ζωτικής σημασίας το να μπορούμε να ξεμπλοκάρουμε και να μοιραζόμαστε με τους γονείς μας τις σκέψεις που περιμένουμε από αυτούς να έχουν διαβάσει. Να τους μιλάμε για τα σχέδιά μας και να κάνουμε λίγο χώρο και γι’ αυτούς μέσα στην γεμάτη ζωή μας και στο βεβαρυμμένο μας πρόγραμμα. Αξίες όπως η οικογένεια, είναι απ’ αυτές που θα έπρεπε να ήταν εκτός συναγωνισμού, να μην πέφτουν θύματα καμίας σύγκρισης. Ίσως θα ήταν πιο υγιές λοιπόν, αν κάναμε τον κόπο και προσπαθούσαμε να σώσουμε την αξία αυτή, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου μας έχουν απομείνει λιγοστές.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου