Εδώ. Τρία μονάχα γράμματα, καρδιά μου, το «εδώ». Αυτά που καίνε το μυαλό και το κορμί μου. Μια τόση δα λεξούλα που είχαμε κάποτε χαράξει παρέα. Μουντζούρες που ‘γιναν ανεξίτηλο μελάνι στην ψυχή μου. Που τώρα πια, ό, τι πάνω έχει γραφτεί δε θα ξεγράψει. Κι ας μην πιάνει πια μελάνι εκεί που τότε ζωγραφίζαμε παράφορα αισθήματα και πάθη.
«Ως τα χαράματα καρδιά μου να είσαι εδώ». Κοντά μου να ‘ρχεσαι για να ξεχνάω, να ηρεμώ. Να ξεχνάω πως ζούμε πλέον χωριστά. Πως δεν υπάρχει τώρα το «εδώ», γιατί το φυλακίσαμε, το εξαφανίσαμε. Να ξεγελιέμαι απ’ τα χαράματα. Να χάνομαι, να ζωντανεύω ένα όνειρο που έμεινε μισό. Να χάνομαι μες στην ψευδαίσθηση πως είσαι εδώ. Και πού ξέρεις, καρδιά μου, «ως τα χαράματα γίνονται θαύματα». Κι ίσως το θαύμα μας να πραγματοποιηθεί. Κι ας διαρκέσει μοναχά, όσο η στιγμή πριν τα χαράματα.
Ν’ ανοίξεις ξανά, πόρτες κλειδωμένες. Πόρτες που κλείσαμε και που σφραγίσαμε καλά. Να σπάσεις κλειδαριές και να πετάξεις το κλειδί μακριά. Να ‘ρθεις να με ξελογιάσεις πάλι, να σου αφεθώ. Πως πια ξανά δεν πρόκειται να φύγεις. Πως ο εφιάλτης τέλειωσε και πως τα χαράματα θα μας βρούνε αγκαλιά. Να σπάσουν κάγκελα, να ανοίξουνε κλουβιά, αισθήματα καλά φυλακισμένα. Με μια σου λέξη, ένα σου άγγιγμα, να σου παραδοθώ.
Να βάλω μες στο μαύρο μου ένα τέλος, να βγω απ’το σκοτάδι που γεννήσαμε. Να ψάξω μες στο βάθος μας το φως. Ν’ αγγίξω αυτά τα χρώματα ξανά. Να μπει ξανά το φως του παραθύρου, ήλιος λαμπερός, να ξεχειλίζει από το είναι μου. Το φως απ’το παράθυρο που θα με χαϊδεύει, να με βρει πλάι στο δικό σου το κορμί. Θα ‘χει την ίδια τρυφερή αίσθηση μ’αυτή του δέρματός σου που αγγίζει το δικό μου. Είναι που η μέρα θα παίρνει φως από τους δυο μας. Είναι που θα κλέβει από μας για να υπάρχει. Και θα ‘ναι πια αυτή, η πιο όμορφη στιγμή της μέρας.
Πριν τα χαράματα κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι. Εύχομαι να σε δω ξανά να μπαίνεις στο δωμάτιο. Ν’ ακούσω το κλειδί σου να γυρνά και η μορφή σου να περνά από την πόρτα. Με βήματα αργά, η φιγούρα σου να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Κι ας μην πεις τίποτα πια, δεν περιμένω. Μόνο να δω στα σκοτεινά την πιο γνώριμη ύπαρξη σε εμένα. Να με πλησιάζεις αργά και να ‘ναι η πιο έντονη στιγμή μας, αυτή πριν το αντάμωμα. Και όταν πια θα είσαι απέναντί μου, σώμα και ψυχή θα σου τα κάνω δώρο. Να σ’τα δίνω στα χέρια και ν’ αφήνομαι στον έλεγχό σου. Δικά σου, καρδιά μου. Φτάνει όταν τα μάτια μου ανοίξω, να είσαι εδώ. Να έχεις γυρίσει το κλειδί και η ευχή μου να έχει πιάσει.
Απλώνω το χέρι μου στο φως, ν’ αψηφήσω αυτής της νύχτας το σκοτάδι. Τα δάχτυλά μου ανοιχτά, περιμένουν εκείνο το κούμπωμα με τα δικά σου, πάλι. Γνώριμη αίσθηση, οικεία, όταν το χέρι σου θα φτάσει στο δικό μου. Κι όταν το φως του πρωινού θα μπει απ’τις χαραματιές, τα δάκτυλά μου πάλι θα κλειδώσουν. Θα προσμένουν με τα δικά σου χέρια, συναπάντημα. Να με κρατάς σφιχτά ώσπου και το σκοτάδι θα έχει πια τελειώσει.
Στάχτη να γίνουν πια, όσα αφήσαμε μισοκαμένα. Να πιάσει πάλι η φωτιά, εκείνη που τότε είχαμε ανάψει. Οι φλόγες να τυλίξουν το δωμάτιο κι εγώ να καίγομαι μαζί σου. Γιατί η φωτιά είναι φωτιά κι οι φλόγες θ’ αγκαλιάσουν και τους δυο μας. Να καώ για ακόμη μια φορά και να εύχομαι, αυτό που μας καίει να μη σβήσει ξανά. Κι ό, τι λατρέψαμε θα παίρνει σάρκα και οστά, μπροστά μας. Να ‘μαστε μάρτυρες της πιο κρυφής συνάντησης. Μαζί, απέναντι σ’εκείνα που πιστέψαμε, αυτά που από φόβο παγιδέψαμε.
Το σώμα μου να αγγίζει το δικό σου, μια γνώριμη επαφή να επιστρέφει. Η ανάσα σου να καίει στο λαιμό μου και να κοιτάω τα μάτια σου, ως τα χαράματα. Να παίρνουν σχήμα και μορφή τα όνειρά μας, μέσα σε μια συνθήκη μυστική, δικιά μας. Να μην υπάρχει τίποτα τριγύρω, παρά μόνο εσύ, εγώ και το φως απ’το παράθυρο. Το φως που θα μας δείχνει πια το δρόμο, το δρόμο της απελευθέρωσης απ’όσα γκρεμίσαμε, σκοτώσαμε, αδικήσαμε. Έλα καρδιά μου να με βρεις, πριν τα χαράματα. Κι ύστερα ας φύγεις πάλι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου