Είσαι ακόμα μικρούλης και δεν μπορείς ν’ αντιληφθείς πώς φώτισες τη ζωή όλων μας. Παρ’ όλο που σε κοιτάμε μέρα με τη μέρα με θαυμασμό να μεγαλώνεις, ν’ αλλάζεις, είσαι ακόμη τόσο μικρός κι εύθραυστος. Κάθε μέρα και καλύτερη απ’ την άλλη για όποιον βρίσκεται γύρω σου. Με πρώτη και καθοριστική εκείνη που σε είδα για πρώτη φορά. Εκείνη τη μέρα του Δεκέμβρη που ήμουν κολλημένη πίσω από ένα τζάμι γεμάτη θαυμασμό. Παρατηρούσα πώς τα μικρά σου ποδαράκια δε γέμιζαν τα ρούχα σου. Τ’ όνομά σου κεντημένο στο φορμάκι να δηλώνει πως αυτός που περιμέναμε τόσο καιρό είναι επιτέλους κοντά μας.
Σε περίμενα καιρό. Απ’ την πρώτη στιγμή που ο μπαμπάς σου αποφάσισε να ντυθεί γαμπρός, εγώ ευχόμουν και προσευχόμουν για σένα. Μπορεί να μην ήρθες εύκολα αλλά οι προσευχές όλων στο τέλος εισακούστηκαν. Η μαμά σου πάλεψε πολύ μέχρι να δούμε το προσωπάκι σου να φωτίζει το δωμάτιο. Ο μπαμπάς παρέμεινε διαρκώς βράχος. Ένας βράχος χαράς να δίνει δύναμη και να περνάνε μαζί τα εμπόδια. Μαζί αλλά και μαζί σου. Γιατί μπορεί να μην το ξέρεις ακόμα, όμως ήσουν η πηγή της επιμονής και της προσπάθειας καθ’ όλη τη διάρκεια. Κι εγώ να ‘χω την τύχη να το βλέπω να συμβαίνει και να εξελίσσεται καθημερινά, εκείνο το σπουδαίο που κρυβόταν μες το σώμα της μαμάς. Και να που τρία χρόνια μετά από τη μέρα που έγραφα στο χαρτάκι πως ήθελα να ‘ρθεις πριν καν σε γνωρίσω, μου έκανες τη χάρη να εμφανιστείς. Όταν η μαμά κι ο μπαμπάς μού χτύπησαν την πόρτα και μου έδωσαν ένα φορμάκι στα χέρια δηλώνοντάς πως είσαι στον δρόμο κι έρχεσαι.
Έπεσα χθες πάνω σε μια φωτογραφία σου αποθηκευμένη στο κινητό μου. Όχι απ’ αυτές που ξεκίνησαν να μαζεύονται από τη μέρα που ήρθες στον κόσμο αλλά απ’ τις άλλες που σε χαζεύαμε από μια κάμερα. Που προσπαθούσαμε να καταλάβουμε σε ποιον μοιάζεις, που εσύ απλώς κοιμόσουν και ξεκουραζόσουν στην κοιλίτσα της μαμάς σου, χωρίς να έχεις ιδέα πως μια χαζοοικογένεια περίμενε την επόμενη φορά που θα σε έβλεπε από εκείνη την κάμερα. Για να δει πόσο μεγάλωσες, αν άλλαξες, πώς κοιμάσαι, πώς τρως. Και να που τώρα βρίσκεσαι μπροστά μας και θυμίζεις πολύ συχνά εκείνες τις εικόνες. Τα ίδια χειλάκια, η ίδια μύτη που κοιτάει προς τα πάνω, το ίδιο ύφος όταν κοιμάσαι.
Σε έβλεπα να μεγαλώνεις ώρα με την ώρα στην κοιλιά της μαμάς σου κι αναρωτιόμουν πώς θα ‘ναι όταν επιτέλους έρθεις. Τώρα μου λύνονται όλες οι απορίες μία μία, κάθε φορά που θα μου σφίξεις το δάκτυλο με τα μικρά σου χέρια, κάθε φορά που θα σκάσεις ένα χαμόγελο όταν σου κάνω γκριμάτσες. Ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται όταν κανείς γίνεται αυτόπτης μάρτυρας στο θαύμα της ζωής και στο πώς κάθε φορά που σε κοιτάζω δεν μπορώ να μετρήσω πόσο τυχεροί είμαστε που είσαι μαζί μας. Πώς κάθε μικρή σου κίνηση είναι άξια σχολιασμού, περηφάνιας και θαυμασμού και πώς ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους μπορεί να κάθεται απλώς να σε χαζεύει.
Δε φαντάζεσαι πώς περίμενα τη στιγμή που θα μπορούσα να σε κρατήσω για πρώτη φορά στην αγκαλιά μου, να σε κοιμίσω στον ώμο μου. Ήρθες σε περίεργη εποχή βλέπεις, όμως εγώ θα περιμένω όπως περίμενα εκείνη τη μέρα. Εκείνο το πρωί που λάβαμε όλοι το πολυπόθητο μήνυμα στο κινητό. Πως ήσουν πια μαζί μας. Μπορεί να μη βλέπεις πάντα το χαμόγελό μου όταν σε κρατάω, γιατί το καλύπτει το ύφασμα της εποχής. Όμως σου υπόσχομαι πως φτάνει μέχρι τ’ αφτιά μου κι είναι τόσο αβίαστο όσο το γέλιο σου. Όσο ένας ήχος που θα βγάλεις και θα τρέξουμε όλοι να μεταφράσουμε τα «λόγια» σου. «Είσαι ο πιο όμορφος», σου λέω πάντοτε και πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ να ‘χω δει κάτι ομορφότερο.
Είναι κι οι βόλτες μας. Εκείνες που όταν γίνεσαι ιδιότροπος πρέπει να κάνουμε στο σπίτι και στην αυλή, γιατί είσαι βλέπεις περίεργος και θέλεις να κοιτάς γύρω σου, να περιεργάζεσαι καθετί βρίσκεται στο περιβάλλον σου. Σου μιλάω και ξέρω πως μ’ ακούς. Δεν πειράζει που ακόμη δεν μπορείς να απαντήσεις. Θα περιμένω και ξέρω πως σύντομα θα έχω τις απαντήσεις σ’ όλα αυτά που σου λέω εκείνες τις στιγμές. Τις στιγμές που μοιράζομαι μαζί σου όταν βολτάρουμε στον κήπο. Όταν με κοιτάς όλο περιέργεια κι εγώ λιώνω.
Ήρθες χωρίς να ξέρεις πως δεν είσαι απλώς ένα ακόμα μέλος σε μια οικογένεια αλλά γέμισες αυτή την οικογένεια με το φως σου, με την αγνότητα και τη μοναδικότητά σου. Ήρθες κι έγινες αμέσως η πρώτη έγνοια όλων. Τι κάνεις, αν έφαγες σήμερα, αν είσαι φρόνιμος, γιατί κλαις. Κι εγώ θέλω να κλαίω κάθε φορά μαζί σου. Ξεχνάω, βλέπεις, πως αυτό το μέσο έχεις για την ώρα για να δηλώσεις πως κάτι θες, πως κάτι χρειάζεσαι. Πλησιάζει όμως η μέρα που θα μας το λες ξεκάθαρα. Είσαι εξάλλου ένα μικρό θαυματάκι που μας εντυπωσιάζει όλους συνεχώς. Κι ονειρευόμαστε τις μέρες που εσύ, μεγαλώνοντας, θα κάνεις τα πρώτα σου βήματα, θα πεις τις πρώτες σου λέξεις, θα έρχεσαι μόνος να μπεις στην αγκαλιά όλων μας.
Ήταν εκείνη η μέρα που με έκανες θεία, που ήρθες στη ζωή ανιψάκι μου. Η τόσο ξεχωριστή που καμία δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Κι είναι κι η κάθε φορά που ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στο σπίτι σου. Στο σπίτι που από τη μέρα που ζεις εσύ έχει γίνει λίγο πιο χαρούμενο, λίγο πιο φωτεινό και σίγουρα πιο ζωντανό. Να ξέρεις πως για τον μπαμπά και τη μαμά είσαι τα πάντα. Όμως όσες φορές η θεία αγαπάει αυτούς, άλλες τόσες τρελαίνεται για σένα. Ήταν εκείνη η μέρα που έγινα θεία σου. Και για πάντα θα σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.