Απόσταση. Άλλο να λες τη λέξη κι άλλο να βιώνεις την έννοια. Να γίνεται αυτό που ήσουν τόσο σίγουρος πως θ’ αντέξεις, πραγματικότητα. Και ξέρεις τι; Θα το αντέξεις, ναι. Μα δε θα ‘ναι όλα όπως τα νόμιζες. Δύσκολα αλλά βατά, περίπλοκα αλλά ξεκάθαρα. Σκληρά, μα και βιώσιμα. Θα ‘ρχονται μέρες σκοτεινές, μέρες μαύρες που θα ψάχνεις να θυμηθείς όλους εκείνους τους λόγους που σ’ έφεραν σ’ αυτή σου την επιλογή. Την επιλογή που σημαίνει μακριά με την ελπίδα του κοντά. Του 5 μέρες μαζί και 5 μήνες χώρια. Απόσταση. Σκληρή, μ’ αξίζει.
Πάντα θεωρούσες ανώριμους όλους εκείνους τους λόγους που φέρνουν μπροστά την απόσταση ως την αιτία. Την αιτία που δεν μπόρεσαν, δεν προχώρησαν. Δεν άντεξαν. Πάντα πίστευες ως θεατής πως άμα κάποιος θέλει τότε γίνεται. Δεν πίστεψες σε θαύματα και θεωρίες ροζ. Σε σύννεφα περιπλανούμενες, μέσα σε φούσκα που εθελοτυφλεί. Απλά να, είναι που ένα πράγμα το ήξερες πάντα καλά. Πως δε θέλεις έτσι γενικά, με όποιον έτυχε να είναι πιο κοντά. Πως άμα θέλεις, θέλεις ειδικά. Πολύ ειδικά και συγκεκριμένα. Συγκεκριμένο πρόσωπο, συγκεκριμένα μάτια κι αφή. Γι’ αυτό τα καταφέρνεις.
Γιατί η απόσταση ζητά ισορροπία. Όχι για να βγεις από αδιέξοδα και ν’ αποφύγεις τις μαύρες, σκοτεινές μέρες. Κάθε άλλο. Αυτές βλέπεις, δεν αποφεύγονται. Θα ‘ρθουν έτσι κι αλλιώς. Είναι η άλλη ισορροπία, εκείνη που λέει πως όταν ο ένας βυθίζεται μες στο σκοτάδι, ο άλλος στέκεται φάρος για να δείχνει τη διαδρομή. Εκείνη που παρέα επέλεξαν να διανύσουν. Πως επιτρέπεται να λυγίσεις και να σπάσεις μπορείς. Ένας-ένας όμως, με τη σειρά. Για να ‘χει δύναμη ο άλλος να ‘ναι η υπενθύμιση. Εκείνης της συμφωνίας που κάποτε είχατε κάνει. Όταν αποφασίζατε πως το μαζί σας είναι δυνατότερο από κάθε καταναγκαστικό ξεχωριστά.
Είναι οι καθημερινές στιγμές που δε μοιράζονται ουσιαστικά, είναι η καλημέρα στο κρεβάτι που δε λέγεται. Είναι ο καφές που δεν απολαμβάνετε μαζί κι εκείνο το φιλί στην πόρτα που δεν ανταλλάζετε. Είναι που το «καλή δουλίτσα μωρό μου» είναι γραμμένο πάνω σε μια οθόνη επτά επί δώδεκα και που οι ώρες χωριστά πολλές φορές σημαίνουν άγνοια. Είναι η πίστη που σε κρατάει εκεί, να λες πως όλα βαίνουν καλώς. Πως η ρουτίνα η δικιά σας ίσως διαφέρει. Μα ξέρεις πως η καλημέρα σου θα ‘ρθει, τον καφέ ίσως τον δεις σε μια φωτογραφία πρωινή κι αγουροξυπνημένη. Το φιλί θα αποθηκευτεί με τα χρωστούμενα ως την επόμενη φορά και το επόμενο ραντεβού θα ‘ναι το βράδυ, μετά τη δουλειά. Με μερικά μηνύματα στο ενδιάμεσο, έτσι απλά για να δείτε πως είναι όλα καλά. Ένα αστείο που είδες κάπου και θες να μοιραστείτε, ένα «πώς πάει η μέρα σου;» και μια ψηφιακή καρδιά.
Κι η καθημερινότητα η δικιά σας κυλάει όπως όλων και ξέρεις πως κι αύριο τα ίδια βήματα θ’ ακολουθηθούν πιστά. Και παίρνεις δύναμη γνωρίζοντας πως δεν παλεύεις μόνος, πως στη μάχη πέφτετε κι οι δυο και θυσιάζεστε. Πως ένας άνθρωπος εκεί έξω, κάπου πολύ συγκεκριμένα και μακριά, σε περιμένει. Τόσο ανυπόμονα, όπως κι εσύ. Και προσπαθείς να μην είσαι άπληστος, εγωιστής. Κι επιλέγεις να σκέφτεσαι πως τουλάχιστον είναι ο άνθρωπος εκείνος ο δικός σου. Απλά ίσως η μοίρα να σας έβαλε εμπόδια εξαρχής γιατί σας φυλάει τα καλύτερα για μετά. Για εκείνο το μετά είναι που πασχίζετε και κάνετε υπομονή. Ένα μετά χωρίς οθόνες, χωρίς διαχωριστικά.
Απόσταση. Κανείς ποτέ δε σου ‘πε πως έρχεται χωρίς κόστος. Είναι λες και ξεκινάς να ζωγραφίσεις και δεν έχεις πινέλα. Κι έτσι βουτάς τα δάχτυλα στα χρώματα και σχηματίζεις ένα ατσούμπαλο, όμως πολύχρωμο ουράνιο τόξο. Δεν είναι τέλειο, μα είναι τέχνη. Η τέχνη εκείνη που μηδενίζει χιλιόμετρα, που εξαφανίζει αποστάσεις κι αριθμούς. Όταν οι μόνοι αριθμοί που μετράνε, είναι το πόσες και σήμερα. Όσες κι αν είναι θ’ αξίζουν πάντα, για δυο και μόνο μάτια. Δυο μάτια που ΄χουν τα χρώματα του ατσούμπαλού σου ουράνιου τόξου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου