Άπειρες πηγές και πληροφορίες που προσπαθούν να μας διδάξουν τον έρωτα και το ρομαντισμό. Πώς να φερθούμε στο αντικείμενο του πόθου, πώς να στήσουμε ατμόσφαιρα για το πρώτο ραντεβού, για την πρώτη φορά. Με ποιον τρόπο να πλησιάσουμε το άτομο που μας ενδιαφέρει, το ταίρι μας. Ταινίες που οι άνθρωποι βαφτίσαμε ρομαντικές, αφού κατακλύζονται από σκηνές αστείρευτου ρομαντισμού. Βιβλία που οι γραμμές τους είναι γεμάτες με ερωτόλογα κι εξομολογήσεις. Κι έτσι, αφού έχουμε «τους ειδικούς» ως ευαγγέλιό μας, προσπαθούμε ν’αντιγράψουμε τα λόγια και τις κινήσεις τους. Εφόσον αυτοί στο τέλος πάντα πετυχαίνουν το στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την κατάκτηση του άλλου ατόμου, έτσι υποθέτουμε πως θα πετύχει και για μας η συνταγή.
Μια λεπτομέρεια που δεν έχουμε λάβει υπόψιν ωστόσο, είναι η διαφορά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Αναμφίβολα, οι ταινίες και τα άρλεκιν, ή οι νουβέλες, παρουσιάζουν ιδανικά σκηνικά και μια ατμόσφαιρα που μυρίζει ρομάντζο. Ξεχνάμε όμως μερικές φορές, πως πηγάζουν από τη φαντασία κάποιου άλλου, με σκοπό να ικανοποιήσει τα διψασμένα για παραμύθι, ένστικτά μας. Κι όσο εμείς ανάβουμε κεράκια, χαμηλώνουμε φώτα και βάζουμε δυο ποτήρια κρασί και στο βάθος να παίζει αργή μουσική, η πραγματικότητα γελάει διαβολικά μαζί μας.
Εξ’ορισμού, θα λέγαμε ότι ρομαντισμός είναι εκείνη η συνθήκη όπου τα δυο άτομα νιώθουν ερωτικά, τρυφερά. Ο χώρος, τα αντικείμενα, οι άνθρωποι, το τοπίο, δημιουργούν μια διάθεση προσωπική, που αφορά εκείνους μόνο. Φυσικά, για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο τοπίο, από μόνοι μας έχουμε προσθέσει όλα εκείνα τα αξεσουάρ και props που θεωρούμε απαραίτητα. Πόσο ρομαντικές όμως είναι στ’αλήθεια πράξεις οι οποίες δεν είναι αυθόρμητες, αλλά αντιθέτως, έχουν μελετηθεί τόσο πολύ που υπάρχουν κυριολεκτικά, τόμοι ολόκληροι κι αμέτρητες πηγές που αναλύουν πώς θα φτιαχτούν οι ιδανικές συνθήκες; Τίποτα δεν είναι ιδανικό, παρά μόνο ένα καλά στημένο σκηνικό, που αντί για μαριονέτες, τοποθετούμε στο κέντρο τους ίδιους τους εαυτούς μας, περιμένοντας πως θα υποδυθούμε το ρόλο μας, τόσο καλά όσο τα κεριά που σιγοκαίνε.
Περιμένουμε τον άνθρωπό μας να γυρίσει σπίτι και για να δημιουργήσουμε όμορφη διάθεση, στήνουμε ένα αντίστοιχο μ’ αυτό που περιγράφεται πιο πάνω, σκηνικό. Όλα πάνε βάσει σχεδίου κι είναι οργανωμένα επακριβώς. Όλα, μέχρι τη στιγμή εκείνη που η πραγματικότητα θα μας θυμίσει πως ίσως ο άλλος άνθρωπος έρθει σπίτι κουρασμένος, ίσως δεν έχει όρεξη για σκηνές ρομαντικής κομεντί, ίσως ακόμη σκάσει στα γέλια μ’ όλα όσα έχουμε προετοιμάσει, αφού για να λέμε και του στραβού το δίκιο, είναι τόσο φτιαχτά, που είναι στα όρια του γελοίου. Κι άντε και πέσει το ποτήρι με το κρασί στο λευκό χαλί και το λεκιάσει, τι το ρομαντικό θα υπάρχει μετά όταν θα κάτσουμε να το τρίβουμε με τις ώρες; Ή έστω ντυθούμε και στολιστούμε για να μεταφέρουμε ένα επίσημο ραντεβού στο σπίτι μας, ποιος θα σταματήσει το νευρικό γέλιο που θα πιάσει το ταίρι μας, που θα μας δει σαν σε δεξίωση, μες στην κουζίνα;
Εκεί, στα μικρά είναι που χάνει τη μάχη ο στημένος ρομαντισμός, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον αυθόρμητο. Ποια είναι η διαφορά θα μου πείτε και πώς αυτός δεν έχει ενδεχόμενο λάθους. Μα φυσικά και έχει, όμως η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι επιτρέπει τα λάθη και τις τσαπατσουλιές. Γιατί κανένα σκηνικό δε θα χαλάσει αν σε ανύποπτο χρόνο φτιάξουμε στο ταίρι μας το αγαπημένο του φαΐ, ή αν του πάρουμε δώρο ένα αντικείμενο που ήθελε καιρό. Χωρίς να ‘ναι απαραιτήτως κάποια γιορτή ή επέτειος- εκεί πέφτουμε στην παγίδα του στημένου. Γιατί δηλαδή δυο μπίρες περπατώντας στη θάλασσα ένα τυχαίο βράδυ, να ‘ναι λιγότερο ρομαντικές, από δυο ποτήρια κρασί, πάνω σ’ένα καλό τραπεζομάντιλο και με φόβο πως θα το κάψουν τα κεριά που ‘χουμε γεμίσει μ’αυτά το σπίτι.
Ερχόμαστε λοιπόν και στα πολύ – μα πολύ – συγκεκριμένα αντικείμενα, που έχουμε συνδυάσει με το τι σημαίνει ρομάντζο. Η εξίσωση είναι απλή, χιλιοφορεμένη και πλέον βαρετή. Κρασί, κεριά, έλλειψη φωτός – να μη βλέπουμε πού πάμε, αισθησιακή μουσική, κάποιο φαΐ με περίεργο όνομα, ένα ακριβό εστιατόριο, ένα τζάκι, μια ταινία και χουχούλιασμα. Παίρνουμε όλα όσα έχουμε διαθέσιμα από τα πιο πάνω, τα ρίχνουμε στο μπλέντερ και συγχαρητήρια! Έχουμε δημιουργήσει έναν ρομαντισμό! Πού είναι όμως ο αυθορμητισμός, οι πράξεις από καρδιάς, όχι εκείνες οι μελετημένες με σύστημα και στρατηγικές. Πού είναι οι αγκαλιές και τα φιλιά δίχως πρόγραμμα, οι μικρές καθημερινές πράξεις φροντίδας και στοργής; Δε λέω, θα στήσουμε και τα σκηνικά μας, όλοι αρεσκόμαστε στα νερόβραστα μερικές φορές. Όμως ρεαλιστικά, κανένας μας δε θα κάθεται κάθε μέρα ν’ανάβει κεριά και να ζει σαν σκοταδιστής.
Εξ’ορισμού λοιπόν, ο ρομαντισμός δεν ορίζεται. Δεν είναι όλα όσα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε ταινίες, όπου οι πρωταγωνιστές καταλήγουν μαζί και τρισευτυχισμένοι, επειδή στο πρώτο ραντεβού, φάγανε σε συγκεκριμένο εστιατόριο. Ούτε επειδή φιλήθηκαν κάτω απ’το φεγγάρι, ή γιατί ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον απολυτότητες και λόγια τραβηγμένα, που ίσως δεν άκουγαν ακριβώς τι έλεγαν, αλλά χαζογελούσαν γιατί ταίριαζε στη φάση. Ούτε επειδή είναι η ζωή της και είναι το φως του. Ας τ’αφήσουμε όλα αυτά εκεί που ανήκουν, στα βιβλία και στις ταινίες κι ας επιλέγουμε να τα βιώνουμε με μέτρο, χωρίς να τους δίνουμε τόση πολλή αξία. Χωρίς να τα φέρνουμε ως επιχείρημα για να παραπονεθούμε στο ταίρι μας που δε μας έφερε πρωινό στο κρεβάτι. Χωρίς να τα έχουμε ως τον κανόνα, αλλά να προτιμάμε μ’αυτά να διακοσμούμε τη σχέση μας και το τι είναι στ’αλήθεια τελικά, ρομαντισμός. Εκείνος ο καλός, ο αυθόρμητος. Που δεν περιέχει κλισέ φράσεις και κλισέ πράξεις. Ο άλλος, της καθημερινής, ειλικρινούς συγκίνησης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου