Η δημιουργία μιας ερωτικής σχέσης συνήθως σημαίνει πως οι δύο εμπλεκόμενοι γυρνάνε μαζί τη σελίδα του βιβλίου τους και ξεκινούν να γράφουν την κοινή τους ιστορία σε άδειες γραμμές. Αρχίζουν ν’αποκτούν μια από κοινού ζωή, να μοιράζονται, να συγχρονίζονται, να συμβαδίζουν. Συχνά έως πάντοτε και να συμβιβάζονται. Παρ’όλ’αυτά, πολλές φορές, ίσως ο ένας να γυρίσει μια σελίδα πριν τον άλλο, ή να γράφει πιο αργά, να μη συμφωνούν στις προτάσεις που θα γεμίσουν το βιβλίο εκείνο. Κι έτσι καταλήγουν στο συμπέρασμα πως «βρίσκονται σε διαφορετική φάση». Κατά πόσο όμως ισχύει όταν αναφερόμαστε σε δυο ενήλικες, που τη στιγμή που έμπαιναν φορτσάτοι μες στη σχέση, ήξεραν –ή θα έπρεπε να ήξεραν– πως η φάση γίνεται ίδια επειδή εμείς την κάνουμε;
Στέκει πράγματι η αιτιολόγηση του «δεν είμαστε στην ίδια φάση» όταν δυο άνθρωποι αντιμετωπίζουν προβλήματα στη σχέση τους, ή όταν το προσφέρουν ως επεξήγηση μετά από κάποιον χωρισμό; Κι αν δεν μπορεί να υποστηριχθεί ως βάσιμο επιχείρημα, τότε πρόκειται για βαθύτερες αιτίες που είτε δεν έχουν αντιληφθεί είτε φοβούνται να ψάξουν; Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει από περαιτέρω σκαψίματα προς εύρεση της αιτίας, ή δε θα χάσει το χρόνο του και δε θα σπαταλήσει φαιά ουσία αφού η παραπάνω φράση καλύπτει πλήρως τα κενά και χωρίς πολύ κόπο. Κι αυτό, γιατί στην τελική γεννά περισσότερες απορίες κι αποτελεί αφορμή εντονότερων προβληματισμών, είτε εκείνη τη χρονική στιγμή, αλλά πιθανόν και μεταγενέστερα.
Εάν υποθέσουμε πως κάτι τέτοιο δε μπορεί να ισχύει, τότε σημαίνει πως υπάρχουν άλλοι κρυμμένοι λόγοι πίσω από τις παρεξηγήσεις και την έλλειψη συγχρονισμού όσο αφορά τα βήματα στη σχέση των δύο. Οι συχνότερες περιπτώσεις όπου ξεπετάγεται η συγκεκριμένη δικαιολογία είναι όταν ένας από τους δύο εκφράζει την επιθυμία του να κάνει το παρακάτω βήμα στη σχέση, ενώ ο άλλος ταυτόχρονα εκφράζει επιφυλάξεις και ενδοιασμούς. Είτε αυτό σημαίνει μια συγκατοίκηση, μια επισημοποίηση, ένα γάμο, ένα παιδί. Οι λόγοι ποικίλλουν και δεν είναι τόσο σημαντικοί όσο είναι το γιατί τελικά συμβαίνει αυτό σε δύο άτομα που κατά τα άλλα τα ‘χουν βρει. Ή έτσι νόμιζαν τέλος πάντων.
Νούμερο ένα λόγος που πιθανόν τα ζευγάρια να συμπεραίνουν πως δε βαδίζουν πλάι πλάι και πως του ενός οι διασκελισμοί είναι ίσως μεγαλύτεροι από του άλλου, είναι ο γνωστός και χιλιοφορεμένος φόβος της δέσμευσης. Θα μου πείτε, η δημιουργία σχέσης εξαρχής δεν αποτελεί από μόνη της δέσμευση; Μα φυσικά, όμως για να παραφράσω το γνωστό ρητό θα πως πως «άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» και πως αυτή μεταφράζει την οποιαδήποτε πρωτόγνωρη κίνηση κάνει. Όταν λοιπόν ο ένας από τους δύο μπαίνει στη σχέση έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του πως σε κάποια φάση θα περάσουν σε ένα επόμενο στάδιο και σ’άλλο, κι άλλο και πάει λέγοντας, τότε είναι φυσικό επακόλουθο πως όταν το κρίνει πρέπον, τότε θα το εκφράσει. Κι αυτό δεν είναι κατακριτέο. Την ίδια στιγμή όμως, η άλλη πλευρά ίσως να μπήκε εξίσου με τα χίλια στη σχέση, χωρίς όμως κανένα χρονοδιάγραμμα στο πίσω μέρος του μυαλού του κι ίσως τέτοια πλάνα κι επιθυμίες να το πιάνουν εξ’απροόπτου και να το σοκάρουν. Όπως ούτε κι αυτό είναι κακό. Έτσι λοιπόν έρχεται η εξήγηση που θα πληγώσει λιγότερο, εφόσον δε θα πρόκειται για αγάπη που τους τελείωσε, ούτε για τσακωμούς, απιστίες κι ένα σωρό άλλα που θέτουν έντονο τέλος σε ένα δεσμό. Αντιθέτως, το τέλος θα ‘ρθει σιωπηλά και με σεβασμό, με τη συμφωνία πως «ξέρεις, είμαστε σε διαφορετική φάση».
Ο φόβος αυτός όμως, πηγάζει από πολλά παρακλάδια, μία εκ των οποίων είναι και η ωριμότητα, ή αντιστοίχως, η έλλειψη αυτής. Όταν λοιπόν αντικειμενικά ο ένας εκ των δύο υστερεί στο συγκεκριμένο τομέα, τότε ναι, θα το νιώσουν κι οι δυο τους πως δε συμβαδίζουν. Ίσως να προσπαθήσουν να το αγνοήσουν, να το προσπεράσουν, να περιμένουν πως κάποια στιγμή θ’αποκτήσουν τα ίδια θέλω, πιστεύω και μπορώ. Όταν όμως οι προτεραιότητες του ενός φαντάζουν αχρείαστες απαιτήσεις στα μάτια του άλλου, τότε το «δεν είμαστε στην ίδια φάση», το λες κι ευγενικό.
Επιπλέον, ίσως η συγκεκριμένη δικαιολογία να μην είναι τελικά τίποτα άλλο παρά μια δικαιολογία, που κάποιος θα φέρει στην επιφάνεια, ούτως ώστε να μπορέσει να την κάνει με ελαφρά κι έτσι ν’αποφύγει να εξηγηθεί στα ίσα. Είναι άλλωστε ευκολότερο να πεις «δεν είμαι στην ίδια φάση με σένα», παρά ένα ξερό «μου τελείωσε». Εδώ λοιπόν τίθεται θέμα ανειλικρίνειας, πρώτα στον εαυτό μας και μετά στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, ο οποίος – με το δίκιο του – ίσως να ‘χει επενδύσει στη συγκεκριμένη σχέση και να βλέπει ξαφνικά όλα του τα όνειρα να γκρεμίζονται μπροστά σε μια ατάκα που οι αποκρίσεις προς αυτή εκλείπουν. Τότε όμως μιλάμε για κουνημένα θεμέλια κι εξηγήσεις που δεν έγιναν από την αρχή κι έτσι οι παρεξηγήσεις δεν αποφεύχθηκαν.
Υπάρχουν και οι φορές που το να μην είναι δυο άνθρωποι στην ίδια φάση μέσα στη σχέση τους, δε σημαίνει πως αυτό φέρνει αποκλειστικά το τέλος. Ίσως να αναφερόμαστε σε αναβολή σχεδίων αναμένοντας να έρθει κι ο άλλος στην ίδια φάση, ή να κάνει ο ένας πίσω, προσπαθώντας τέλος πάντων να ευθυγραμμιστούν (και πάλι). Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου διακανονισμού δε μπορεί ποτέ να είναι ούτε σταθερό αλλά ούτε προβλεπόμενο. Ίσως ο χρόνος να κάνει καλό και να μπορέσουν να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλον, ίσως όμως απ΄την άλλη να πιεστούν ο ένας να τρέξει πιο μακριά κι ο άλλος να κάνει βήματα πίσω. Κι οι δυο τους χωρίς να το θέλουν πραγματικά. Κι έτσι στην τελική, θα οδηγηθούμε και σ’αυτή την περίπτωση στον τερματισμό.
Ίσως πάλι ν’αδυνατεί το ζευγάρι να εξηγήσει τι συμβαίνει και τι πηγαίνει λάθος μέσα στη σχέση κι αυτή η φράση να έρχεται σαν από μηχανής θεός τους. Να τους δίνει όλους τους λόγους χωρίς στην ουσία να δίνει και κανέναν. Μου θυμίζει και λίγο Γαρμπή των 90s με «Ασυμφωνία χαρακτήρων». Σε τι δε συμφωνούν οι χαρακτήρες όμως ποτέ κανείς δε μας είπε. Τι ήθελε ο ένας χαρακτήρας που δεν ήθελε ο άλλος. Εκτός κι αν οι χαρακτήρες συμφωνήσουν πως διαφωνούν και η απόσταση ανάμεσά τους να είναι αποδεκτή και απ’τους δύο. Όπως και να ‘χει όμως, όταν ο ένας φτάσει στη φάση που ήταν ο άλλος πριν και τον περίμενε, ίσως να μη βρει κανέναν πλέον εκεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου