Άγραφος νόμος. Δημιουργεί χίλιες άλλες υπό-απορίες και προβληματίζει. Δεν αρθρώνεις αυτή τη λεξούλα αν δεν έχεις περάσει τον άλλο άνθρωπο από κόσκινο. Εάν δεν του έχεις βγάλει το λάδι και ξέρεις σίγουρα πως του αξίζει να του το πεις κοιτώντας τον στα μάτια. Επειδή λέει, για σένα είναι πολύ «ιερή λέξη», δεν την ξεστομίζεις εύκολα και θέλεις να βεβαιωθείς πριν το πεις. Τρελή αντίφαση. Γιατί ενώ προχωράς με σημαία σου τις πράξεις και όχι τα λόγια, ενώ του προσφέρεις την αγάπη σου δοσμένη σε στιγμές, κολλάς σε μια και μόνο λέξη. Αυτή τη μόνη.
Μόνος άνθρωπος γνωρίζει άλλο μόνο άνθρωπο. Και το μαζί τους μοιάζει ωραίο. Πώς να το πω, καλά τους πάει ρε παιδί μου. Ζουν στιγμές, δημιουργούν αναμνήσεις, γελάνε, ερωτεύονται, πετάνε παρέα. Δίνουν κομμάτια του εαυτού τους, μοιράζονται τα πάντα, ακολουθούν μια πορεία κοινή, μια ζωή μαζί. Κι εκεί πατάνε φρένο. Ώπα, μέχρι εκεί για την ώρα. Ποια ώρα ρε ‘συ; Πότε όμως θα περάσει αυτή η ώρα; Το νιώθουν αλλά δεν αποτολμάνε να το πούνε. Κι έρχομαι εγώ και ερωτώ. Όλα αυτά που δίνουν ο ένας στον άλλον τι είναι; Αγάπη δεν είναι; Αγάπη δεν προσφέρουν τόσο απλόχερα κι ανέμελα; Αγάπη δεν είναι που χαρακτηρίζει τη μεταξύ τους σχέση; Γιατί τότε κολλάνε στο να το ξεστομίσουν; Δε μπορεί, δε θα το βλέπω μόνο εγώ το παράδοξο.
Κι ακολουθούν κλισεδάκια του τύπου «ξέρεις, για σένα νιώθω πολλά όμως περιμένω την κατάλληλη στιγμή…» «ξέρεις, θέλω να βεβαιωθώ πριν σου το πω…», «για μένα είναι πολύ σημαντικό» κι άλλα τέτοια φουλ ανασφαλή στιχάκια που έμαθες νεράκι και αναπαράγεις συνεχώς. Εντάξει, δε σε αδικώ. Κάπου θα τα ΄χεις σπαταλήσει ίσως τα «σ’αγαπώ» σου. Κι εκ των υστέρων είπες πως δεν ήτανε αγάπη, πως αν ήταν θα κρατούσε κι άλλα τέτοια φιλοσοφικά.
Κι έρχεται η συνειδητοποίηση: Το «σ’αγαπώ» είναι υπερεκτιμημένο. Το φυλάς προσεκτικά μέσα σε γυάλινο κουτάκι, μην τύχει και το τραυματίσει κανείς. Μην τύχει και το δει το φως του ήλιου και χαλάσει. Λες κι αν το πεις επιτέλους κάπως θα πέσει η αξία του. Δεν είναι ακίνητο το «σ’αγαπώ». Δεν περιμένεις προσφορές για να το διεκδικήσεις την κατάλληλη στιγμή. Κι αφού σ’ αρέσουν οι φιλοσοφίες κι οι στοχασμοί, ας έχεις αυτόν στο νου σου: Πως «δεν υπάρχουν κατάλληλες στιγμές. Υπάρχουν απλώς στιγμές που εμείς κάνουμε κατάλληλες».
Απ’την άλλη θα μου πεις, μπορεί να είναι και για καλό. Γιατί έτσι επενδύεις, δείχνεις εκείνη την περιβόητη αγάπη, άσχετα αν δεν τη λές κιόλας. Και φυσικά προτιμότερη η πράξη απ’τη λέξη όπως προείπα. Είναι λες και χωρίς να το καταλαβαίνεις, βασίζεσαι στη στιγμή, στο συναίσθημα, στην πραγματικότητα που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου. Κι έτσι-ίσως για τους λάθος λόγους-καταλήγεις να μην παίζεις με λέξεις και ρήματα στο πρώτο ενικό. Καλό για πρώτο βήμα, βάσιμη αρχή. Καλό θα ήταν να το έκανες και λίγο ενσυνείδητα, όμως. Αν φοβάσαι, ας μην το αρθρώσεις, κανείς δε σε υποχρέωσε. Μη φέρνεις όμως δικαιολογίες όπως είναι ο χρόνος, η ετοιμότητα και μπλα μπλα μπλα. Αν τη νιώθεις την αγάπη, δείξ’ την. Αν την πεις κιόλας, αυτό θα είναι ένα πλας. Μέσα σ’ όλη τη διαδικασία μην ξεχνάς πως είναι μονάχα μία λέξη. Όσο μικρή, τόσο υπερεκτιμημένη.
Κι όταν στο διάβα σου θα βρεθεί εκείνος ο άνθρωπος που τόσο θα σε προβληματίσει για το αν και πότε συνίσταται να του πεις εκείνο το «σ’αγαπώ», ας σε προβληματίσει πρώτα ο προβληματισμός. Γιατί σε βάζει αυτός ο άνθρωπος σ’ ετούτο το τριπάκι; Βρε, λες ίσως γιατί τον…
Γέμισε το κενό όπως θεωρείς πρέπον.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου