Κάθε αντίο έχει το δάκρυ του, είτε αυτό κυλήσει, είτε απλά νιώσεις έναν εσωτερικό σπαραγμό. Μπορεί να είσαι αυτός που φεύγει, ή κι αυτός που μένει πίσω, όμως κάθε αποχαιρετισμός σε σημαδεύει με ένα φιλί και μια αγκαλιά ή την αβάσταχτη απουσία τους, μαζί με βαθιά νοσταλγία και μια αβεβαιότητα, ακόμα κι όταν τα λόγια επιφυλάσσουν υποσχέσεις για ένα επόμενο αντάμωμα.
Αν είσαι αυτός που μένει πίσω μουδιάζεις, «κουνάς το μαντήλι» και παγώνεις σε μια αναμονή. Μένεις να αναπολείς στιγμές που σου έχουν αφήσει μια τόσο γλυκιά γεύση στα χείλη κι ένα τόσο ερωτικό άγγιγμα στο κορμί. Με μια αίσθηση εγκατάλειψης και παράλληλα μια συναισθηματικά έντονη φόρτιση, καλείσαι να συνεχίσεις να ζεις, να αντεπεξέρχεσαι στην καθημερινότητά σου και μόνιμα κάτι να περιμένεις. Κρύβει μια μορφή ηδονής αυτή η αναμονή και σε κρατάει σε μια εγρήγορση, αλλά για πόσο; Πόσο αντέχεις να περιμένεις;
Κάποιες μέρες θα είσαι πιο δυνατός, πιο μάχιμος ενώ κάποιες άλλες θα λυγίζεις και θα προσπαθείς να βρεις περισσότερο κουράγιο από αυτό που θεωρείς πως διαθέτεις. Οι τέσσερις τοίχοι γύρω σου θα μοιάζουν κλουβί και θα σε στριμώχνουν και ένα τηλεφώνημα ίσως να μην είναι αρκετό για να σε κάνει να νιώσεις πλήρης, ολοκληρωμένος και χαρούμενος.
Ίσως, όμως, να είσαι κι αυτός που φεύγει. Αυτός που τα αφήνει όλα πίσω του κι ανοίγει τα φτερά του. Τότε, είναι που γυρίζεις με φόβο το κεφάλι σου για να κοιτάξεις όσα αφήνεις πίσω, γιατί δε θέλεις να τ’ αποχαιρετήσεις. Ένα κομμάτι σου δεν έρχεται μαζί σου, δεν ακολουθεί· αυτό είναι ένα κομμάτι από την καρδιά σου. Αποχωρώντας, αλλάζεις παραστάσεις, βρίσκεις ενδιαφέροντα, σε ξελογιάζουν οι «Σειρήνες» αλλά ο στόχος σου είναι πάντα η επιστροφή. Όπου κι αν βρεθείς θα κουβαλάς ένα σάκο με αναμνήσεις κι ο σάκος αυτός θα σε κάνει να νιώθεις μελαγχολικά κι όμορφα, με τον νόστο που θα φουντώνει όλο και περισσότερο, καθώς θα περνάει ο καιρός.
Θα υπάρξουν μέρες που θα νιώσεις απογοήτευση, κι άλλες που θα είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις, αλλά δε θα κερδίζουν αυτές οι μέρες τη μάχη σου. Μέχρι τη μέρα που θα επιστρέψεις και θα έχεις τόσα να αφηγηθείς και να εξιστορήσεις, που δε θα σου φτάνουν μερόνυχτα. Σκέφτεσαι, τότε, εκείνον τον έναν ακροατή που θα διψάει να ακούει την παραμικρή σου κουβέντα, που θα κρέμεται από τα χείλη σου αδυνατώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Κάπου εκεί τρυπώνουν οι αμφιβολίες, αν ο άλλος αντέξει μέχρι τότε να σε καρτερά. Αναρωτιέσαι πόσο κλονίζεται, άραγε η πίστη του στην απουσία σου και η επιθυμία του για σένα. Κι όμως, ακόμα και τότε δεν τα παρατάς.
Υπάρχουν κι αυτού του είδους οι σχέσεις γύρω μας. Σχέσεις που εμπνέονται από τα έργα του Ομήρου. Καθημερινά, κάπου εκεί έξω, υπάρχει ένας Οδυσσέας να διασχίζει θάλασσες για να επιστρέψει στην Ιθάκη και μια Πηνελόπη να τον καρτερά με μια λαχτάρα ακλόνητη. Ίσως, η επιθυμία και των δύο να ανταμώσουν ξανά να ήταν τόσο ισχυρή, που η ζωή δεν κατάφερε να τους αλλάξει κατεύθυνση, όσο κι αν προσπάθησε, με τόσα εμπόδια. Ο καθένας έδωσε τη δική του μάχη, αλλά ο στόχος ήταν κοινός κι ο παρανομαστής ίδιος. Για κάποιους, αυτή η ενδιάμεση αναμονή θα ονομαστεί ως «χάσιμο χρόνου». Όμως, ομηρικά μιλώντας, τελικά, ίσως ο μόνος άσκοπος χρόνος είναι το να περιμένεις κάποιον που δεν ξέρει αν θέλει να έρθει.
Διαφορετικά, η Ιθάκη πάντα θα αξίζει.