

Σαν να μένεις μόνος, στάσιμος μπροστά σε μια ακροθαλασσιά, να χαζεύεις τα χειμερινά κύματα και δίπλα σου κάτι λίγα σκορπισμένα βότσαλα πάνω στην αμμουδιά· να στέκεσαι, να τα κοιτάς δίχως να τα αγγίζεις και δίχως να έχεις την επιθυμία να τα ρίξεις στο νερό. Η σκέψη κατακλύζεται από το αν θα βουτήξεις στη θάλασσα, να κολυμπήσεις για να βρεθείς εκεί που λαχταράς ή να μείνεις εκεί στάσιμος. Πόσα σενάρια να φτιάξει κι αυτό το δόλιο το μυαλό;
Είναι στιγμές που νοσταλγείς τη συντροφιά αυτού του ενός ανθρώπου και άλλες που προσπαθείς να ξεχάσεις, κι ας μην το θέλεις. Είναι στιγμές που συνειδητά αντιμετωπίζεις την κατάσταση και αισθάνεσαι πόνο, που δεν ξέρεις αν πρέπει να περιμένεις ή να ξεχάσεις—και αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι που καλείσαι να αντιμετωπίσεις.
Ο αέρας δυναμώνει, αλλά εσύ δεν ξέρεις αν θέλεις να φύγεις από την αμμουδιά, να βρεις ένα μέρος όπου ο ψυχρός αέρας δε θα σε διαπερνά με τόση ένταση και να προστατευτείς· ό,τι ακριβώς παθαίνεις και με αυτόν τον άνθρωπο, που επιμένεις να στέκεσαι σταθερός και να νιώθεις όσα νιώθεις. Αν ήταν στο χέρι σου, θα είχες βουτήξει ήδη, αλλά μένεις να «πνίγεσαι» έξω από το νερό, σε σκέψεις που σε μπερδεύουν και σε κάνουν να νιώθεις χάος. Μένουν αναπάντητα πολλά υποθετικά ερωτήματα στο μυαλό, και δεν μπορεί να ησυχάσει. Όταν οι κουβέντες, οι προθέσεις και οι διαθέσεις δεν είναι ξεκάθαρες, μοιάζουν με τον ήχο της μανιασμένης θάλασσας, και η δίνη δε σε αφήνει να πας προς την κατεύθυνση που επιθυμείς.
Ξέρεις, στη ζωή θα συναντήσεις ανθρώπους που θα έχουν μια βασική διαφορά μεταξύ τους: κάποιοι τρέχουν πιο γρήγορα για να φύγουν από κάτι που τους φοβίζει, ενώ άλλοι για να αγκαλιάσουν κάτι που λαχταράνε. Κάποιες μέρες είναι διαφορετικές, και η σκέψη δείχνει πιο ώριμη και συνειδητοποιημένη, μην επιτρέποντας στο μυαλό να παρασύρεται στη θύμηση αυτού του ανθρώπου, κρατώντας αποστάσεις από την καρδιά έστω και για λίγο. Ίσως ο εγωισμός προσπαθεί να επιβάλει μια τάξη, αλλά οι άμυνες κατρακυλούν μόλις το τηλέφωνο χτυπήσει από αυτόν τον άνθρωπο, και η οποιαδήποτε προσπάθεια τοποθετείται προσωρινά στον κάδο. Κουβέντες περί ανέμων και υδάτων, ένα νοιάξιμο να αιωρείται πάντα στην ατμόσφαιρα, λόγια να ’χαμε να λέγαμε, αλλά επί της ουσίας τίποτα—και μένουν πάντα οι απορίες κι ένας κόμπος στον λαιμό που δεν ξεστόμισες όλα όσα ήθελες πραγματικά να επικοινωνήσεις.
Σε αυτό το μεταίχμιο όπου βρίσκεσαι, χωρίς να ξέρεις αν πρέπει να περιμένεις ή να ξεχάσεις, η ζωή σου μοιάζει να κρέμεται από ένα αόρατο σκοινί, κι εσύ προσπαθείς να ακροβατήσεις σε αυτό από επιλογή, καθώς κανείς δε σε τοποθέτησε εκεί με το ζόρι. Το πρόβλημα ξεκάθαρα δεν το έχει εκείνος που αποχώρησε, αλλά εσύ, που τρώγεσαι και αναλώνεσαι με κάτι που ίσως θα έπρεπε να αφήσεις πίσω και να προχωρήσεις.
Αρχίζει να σουρουπώνει, ο ήλιος αποχώρησε, και έβαλε αρκετή δροσιά. Η ατμόσφαιρα δε μοιάζει το ίδιο φιλική με τη μέρα, και πρέπει να φύγεις. Αρκετά κούρασες τη σκέψη σου για ακόμα μία μέρα, και ακόμα δε σου έγινε ξεκάθαρο πως, εάν υπάρχει πόνος και αμφιβολία για το αν πρέπει να περιμένεις αυτόν τον άνθρωπο, τότε ίσως θα πρέπει να τον ξεχάσεις. Κι αν δεν είσαι ποτέ σίγουρος γι’ αυτό, μη χάσεις τη ζωή σου περιμένοντας. Γιατί εκείνη, δε θα σε περιμένει.