«Μα καλά τι έπαθες τώρα, γιατί αντιδράς έτσι; Πώς άλλαξες εσύ;», ερωτήσεις που ακούς και κρατιέσαι για να μην αρχίσεις να γελάς, ενώ οι απαντήσεις κατακλύζουν το μυαλό σου, γιατί ξέρεις πάρα πολύ καλά τι άλλαξε, τόσο εσύ όσο κι ο συνομιλητής σου. Μεγάλωσες, ωρίμασες και γι’ αυτό δε δέχεσαι πια συμπεριφορές που δεν ταιριάζουν σε σένα κι ίσως σε στεναχωρούν και σε πληγώνουν. Αρχίζεις να γυρνάς με το μυαλό σου στο παρελθόν κι αναρωτιέσαι «Γιατί παλιότερα ανεχόμουν τόσα πράγματα που μόνο ευτυχισμένο δε με έκαναν; Γιατί δεν εξέφραζα την αντίθεσή μου;». Οι απαντήσεις εύκολες. Γιατί ήσουν μικρός και δεν ήξερες πως να χειριστείς τις καταστάσεις, είναι η πρώτη ιδέα που σου έρχεται στο μυαλό. Στη συνέχεια σκέφτεσαι ότι δεν ήθελες να κακοκαρδίσεις τον περίγυρό σου και προτιμούσες να ευχαριστήσεις τους γύρω σου κι ας ήταν αυτή η κατάσταση σε βάρος του εαυτού σου. Είχες μάθει άλλωστε να είσαι ο καλός που δεν έλεγες ποτέ όχι, ίσως γιατί σε είχαν εκπαιδεύσει να είσαι το υπάκουο και καλό παιδί που δεν αντιδρά και δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε εμπόδιο.
Ψάχνοντας να βρεις πώς ξεκίνησε αυτή η κατάσταση διαπιστώνεις πως όλα ξεκίνησαν από σένα τον ίδιο, αφού η λέξη «όχι» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό σου, μόνο η υπομονή και το χαμόγελο για ν’ αποδέχεσαι όλα όσα συμβαίνουν έχοντας ως μόνο γνώμονα να ευχαριστείς τους γύρω σου, μη σκεπτόμενος τι θέλεις και περιμένοντας ν’ αλλάξει η κατάσταση κάποια στιγμή. Ενώ λοιπόν μεγάλωνες και ζούσες κάποιες καταστάσεις, ευχάριστες και δυσάρεστες, τότε είδες και κατάλαβες ότι ήρθε ο καιρός να θέσεις κι εσύ τα όριά σου και να βγάλεις πάνω στο τραπέζι τις προτεραιότητές σου, τις οποίες και ξεκινάς να υπερασπίζεσαι δυναμικά. Η νέα σου συμπεριφορά είναι εμφανής σε όλους, όμως δε γίνεται αποδεχτή από κάποια μερίδα του κοινωνικού σου περίγυρου. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι ν’ αποδίδουν την αλλαγή σε παραξενιές της ηλικίας σου.
Αυτό συμβαίνει γιατί όσο μεγαλώνουμε, τόσο ξέρουμε τι ζητάμε από τη ζωή μας κι αυτό ακριβώς διεκδικούμε. Καθώς έχεις βιώσει κάποια μαθήματα ζωής, σταματάς να υποχωρείς σε ό, τι σ’ ενοχλεί χωρίς να φέρεις καμία αντίσταση ενώ είναι αντίθετο με τις επιθυμίες σου, παύεις να υποχωρείς για χατίρι των άλλων και δεν καταπιέζεσαι πια. Βάζεις τον εαυτό σου σε πρώτο πλάνο κι αρχίζεις να σέβεσαι πρωτίστως εσύ εσένα κι εν συνεχεία αυτό που εκπέμπεις περνάει με δύναμη και προς όλους, αφού όταν η θέλησή μας για οτιδήποτε έχει απεύθυνση, εκείνη φτάνει σίγουρα στον προορισμό της. Άλλωστε, με την πάροδο του χρόνου και μέσα από τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες παρατηρείς ότι το «δεν έγινε και τίποτα», δε σε βοηθάει σε καμία περίπτωση να προχωρήσεις, αντιθέτως σε κρατάει δέσμιο σε καταστάσεις επαναλαμβανόμενες που σε πνίγουν εντός των επιθυμιών των άλλων. Φυσικά κι έγινε λοιπόν, και σ’ ενοχλεί επειδή ξέρεις ότι έχεις δίκιο, οπότε υπερασπίζεσαι τη θέση σου χωρίς δικαιολογίες κι υποχωρήσεις.
Μέσα σ’ όλα κι έχοντας ζήσει μόνος, έχεις βρει τα θέλω σου και ξέρεις πια ότι μπορείς και πρέπει να διεκδικείς αυτά που έχεις ανάγκη. Έτσι ορθώνεις το ανάστημά σου κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να σ’ εκμεταλλευτεί, καμιά φορά και υπέρ του δέοντος. Μα μέσα από την αλλαγή της συμπεριφοράς σου, είσαι προετοιμασμένος ότι ίσως από κάποιους χαρακτηριστείς ως δύστροπος. Τι να κάνουμε, κάπου έχουν δίκιο, κάπου όμως κι άδικο. Στη μέση βρίσκεται πάντα η αλήθεια. Το θέμα είναι πώς θα επιλέξεις να την προφέρεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου