Σε πολλές περιπτώσεις στη ζωή μας, καλούμαστε να λάβουμε μια σοβαρή απόφαση, είτε αφορά τον επαγγελματικό είτε τον συναισθηματικό τομέα. Αλήθεια, πόσες φορές βασιστήκαμε στο ένστικτό μας; Πιο συγκεκριμένα, πόσες φορές αυτό το ένστικτο που ακολουθήσαμε μάς οδήγησε στην ορθή απάντηση; Αν αγωνίζεστε να πάρετε μια απόφαση, η επιστήμη λέει «εμπιστευθείτε τη διαίσθησή σας».
Ο Epstein (1994, 2003) αναφέρει την ύπαρξη δύο συστημάτων επεξεργασίας γνωστικών πληροφοριών που λειτουργούν παράλληλα: ο διαισθητικός τρόπος σκέψης κι ο λογικός τρόπος σκέψης. Κάνοντας μια σύντομη έρευνα στη βιβλιογραφία της Ψυχολογίας θα ανακαλύψετε πως η διαισθητική σκέψη περιγράφεται ως αυτόματη, γρήγορη κι υποσυνείδητη. Η λογική ή αναλυτική σκέψη, από την άλλη πλευρά, είναι αργή, λογική, συνειδητή και σκόπιμη. Μια απόφαση βασισμένη αποκλειστικά στο ένστικτό μας μπορεί να δημιουργήσει τεράστιες αμφιβολίες στον περίγυρό μας ειδικά όταν πρόκειται για θέματα επαγγελματικά. Φανταστείτε τον διευθυντή μιας μεγάλης εταιρίας, να λαμβάνει μια απόφαση και να τη δικαιολογεί με βάση μόνο το ένστικτό του! Ακούγεται τρελό έτσι;
Προτού προβούμε σε συμπεράσματα ας απομυθοποιήσουμε πρώτα τη διαίσθηση κι ας κατανοήσουμε με ακρίβεια πώς λειτουργεί. Η διαίσθηση προέρχεται από μοτίβα που έχουμε εντοπίσει μέσα από προηγούμενες εμπειρίες μας. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, είναι στη φύση μας ν’ αναζητούμε συνεχώς μοτίβα στο περιβάλλον μας. Όταν τα εντοπίσουμε, αποθηκεύονται στη μακροπρόθεσμη μνήμη μας. Την επόμενη φορά που εντοπίζουμε ένα από αυτά τα μοτίβα (ή μια παρόμοια κατάσταση), ο εγκέφαλός μας τα εντοπίζει στη «βάση δεδομένων» του και μας παρέχει τα αντίστοιχα δεδομένα.
Πληθώρα ερευνών δικαιώνουν σε μεγάλο ποσοστό τις αποφάσεις των ανθρώπων με βάση το ένστικτο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και σημείο αναφοράς αποτελεί το ερευνητικό πείραμα του καθηγητή Marius Usher, της Σχολής Ψυχολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ και των συνεργατών του. Ο καθηγητής σχεδίασε ένα πείραμα όπου σε μια οθόνη του υπολογιστή, οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν μια σειρά από ζεύγη αριθμών, να διαδέχονται γρήγορα το ένα το άλλο. Οι αριθμοί που εμφανίζονταν στα δεξιά της οθόνης και στα αριστερά θεωρούνταν μια ομάδα. Κάθε ομάδα αντιπροσώπευε χρηματιστηριακές αποδόσεις. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να επιλέξουν ποια από τις δύο ομάδες αριθμών είχε τον υψηλότερο μέσο όρο. Οι αριθμοί άλλαζαν τόσο γρήγορα που οι συμμετέχοντες δεν μπορούσαν ν’ απομνημονεύσουν τους αριθμούς ή να κάνουν τους σωστούς μαθηματικούς υπολογισμούς. Έτσι, για να καθορίσουν τον υψηλότερο μέσο όρο κάθε ομάδας, έπρεπε να βασίζονται σε αριθμητικούς υπολογισμούς με βάση τη διαίσθησή τους. Όταν εμφανίζονταν έξι ζεύγη αριθμών, οι συμμετέχοντες είχαν επιτυχία 65% στις επιλογές τους. Αλλά όταν παρουσιάστηκαν 24 ζεύγη αριθμών το ποσοστό ακρίβειας έφτασε περίπου το 90%. Τα ευρήματά τους δείχνουν ότι η διαίσθηση ήταν ένα εκπληκτικά ισχυρό κι ακριβές εργαλείο.
Σ’ αυτό το σημείο, γεννιέται ένα νέο ερώτημα: Πότε μπορούμε να εμπιστευθούμε το ένστικτό μας; Σε άρθρο της ιστοσελίδας Psychology Today, η Susanna Newsonen, μας δίνει τρεις βασικούς λόγους για ν’ ακούσουμε τη διαίσθησή μας. Πρώτον, η διαίσθησή μας διαμορφώνεται από τις προηγούμενες εμπειρίες μας κι από την υπάρχουσα γνώση που αποκτήσαμε μέσα από αυτές. Όσο λοιπόν πιο έμπειροι είμαστε στον τομέα για τον οποίο αποφασίζουμε, τόσο πιο σωστά η διαίσθησή μας μπορεί να μας προσφέρει τη βέλτιστη απόφαση. Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται σε έναν «ιστό» που έχουμε μέσα μας. Οι επιστήμονες εξηγούν πως η διαίσθησή μας κωδικοποιείται στον εγκέφαλό μας σαν ένας ιστός που περιέχει γεγονότα και συναισθήματα. Η διαίσθηση είναι ο συνδετικός κρίκος του σώματος, του μυαλού και του πνεύματός μας καθώς αυτά τα τρία στοιχεία έχουν αφομοιώσει τα πάντα από το παρελθόν μας.
Αν για παράδειγμα αυτός ο «ιστός γεγονότων και συναισθημάτων» σας κάνει να αισθάνεστε ομιλητικοί, ενθουσιασμένοι και νευρικοί για μια νέα πρόκληση στη ζωή σας, τότε είναι σωστή. Αν αντιθέτως, αισθάνεστε «πεσμένοι», ληθαργικοί και τρομοκρατημένοι, αυτός είναι ο τρόπος να σας ειδοποιήσει πως είναι λάθος κίνηση. Ο τρίτος λόγος, βασίζεται στην επιστήμη αλλά και στην ανατομία του σώματός μας. Γνωρίζετε ότι η διαίσθησή σας, σας συνδέει με όλα τα νευρικά κύτταρα του σώματός σας; Οι «πεταλούδες» που αισθάνεστε στην κοιλιά σας -ευρέως γνωστό και ως “gut feeling” πριν πάρετε μια σημαντική απόφαση, είναι αποτέλεσμα της αίσθησης των εκατομμυρίων νευρικών κυττάρων που βρίσκονται μέσα σας. Το υποσυνείδητο τμήμα του εγκεφάλου στέλνει σήματα στα νεύρα της κοιλιάς για να αισθανθεί μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το “gut feeling” είναι πραγματικό και το χρησιμοποιούμε συνεχώς. Μπορούμε να ενδυναμώσουμε τη διαίσθησή μας ακριβώς όπως ένας παίκτης ή ένας αθλητής «ακονίζει» τις δεξιότητές του. Μπορούμε να το πετύχουμε δίνοντας στον εγκέφαλό μας περισσότερες συναισθηματικές πληροφορίες να επεξεργαστεί μέσα από τις εμπειρίες ζωής, ούτως ώστε να αυξήσει το ποσοστό επιτυχίας για οποιαδήποτε απόφαση λάβουμε ενστικτωδώς.
Την επόμενη φορά που θα έχετε μια επαγγελματική συνάντηση με ένα πελάτη, που θα βρεθείτε σε ένα προσωπικό αδιέξοδο, ή θα προσπαθήσετε να αποφύγετε ένα εμπόδιο στο δρόμο σας, θυμηθείτε πως ο εγκέφαλος καταγράφει τα πάντα και ότι δε θα πρέπει να αγνοήσετε αυτό το ένστικτο που προέρχεται από στο στομάχι: είναι ο τρόπος του σώματός σας να σας προστατεύσει και να σας προειδοποιήσει για ανησυχητικές ή απειλητικές καταστάσεις και γεγονότα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου