Η γενιά μας κατηγορείται για σχέσεις εφήμερες κι επιφανειακές, για απουσία συναισθημάτων κι αληθινού δεσίματος. Λέγεται πως στα δύσκολα δεν προσπαθούμε ιδιαίτερα, πως, τάχα, τα παρατάμε με μιας κι αρνούμαστε να δεχθούμε πως οι σχέσεις για να λειτουργήσουν χρειάζονται οπισθοχωρήσεις και συμβιβασμούς.
Είμαστε εγωιστές, νοιαζόμαστε μόνο για την προσωπική μας εξέλιξη κι όταν σχεδιάζουμε το μέλλον μας ο σύντροφός μας κατέχει θέση κομπάρσου. Ερωτευόμαστε μέσα από οθόνες, πλήκτρα και λογισμικά. Καλομάθαμε στο γρήγορο κι εύκολο, ενώ μόλις γίνουν τα πράγματα πιο σύνθετα, το βάζουμε στα πόδια.
Βιώνουμε μια πραγματικότητα σε πλήρη αντίθεση με παλαιότερα, όπου οι σχέσεις βαστούσαν στον χρόνο, ενώ οι απογοητεύσεις, οι χωρισμοί και τα διαζύγια ήταν σπάνια κι ακραία φαινόμενα, επειδή οι άνθρωποι τότε υπέμεναν, συγχωρούσαν και ξεπερνούσαν τις όποιες δυσκολίες.
Σχέσεις σαν κι εκείνες αποτελούν συνήθως πρότυπό μας. Προσπαθούμε να τις μιμηθούμε κι ευχόμαστε κάποια στιγμή στη ζωή μας να σταθούμε εξίσου τυχεροί, ώστε να ζήσουμε μια ιστορία αγάπης το ίδιο ονειρεμένη, χτίζοντας έτσι, κι εμείς με τη σειρά μας, τη δική μας σχέση πάνω σε ατράνταχτες βάσεις.
Ωστόσο, δεν έχουμε αναρωτηθεί ποτέ ποια ήταν η κρυφή συνταγή που έκανε εκείνους τους δεσμούς αιώνιους. Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να τους ερευνήσουμε, καθώς αρεσκόμαστε στο αποτέλεσμα και δε θέλουμε να διαταραχθούν οι ελπίδες κι οι προσδοκίες μας. Κατά βάθος γνωρίζουμε τα ψεγάδια που υποκρύπτονται σ’ αυτές τις φαινομενικά στέρεες κι ακέραιες σχέσεις. Ήταν, άραγε, πράγματι τόσο τέλειες κι άθιχτες στον χρόνο όσο νομίζουμε ή απλά είμαστε εμείς μια ελαττωματική γενιά, ανίκανη να δεσμευτεί;
Τα κοινωνικά πρότυπα παλαιότερα δεν επέτρεπαν πολυτάραχες και πολυδιάστατες ζωές. Γνώριζες έναν σύντροφο –ή σε αρκετές περιπτώσεις σου τον γνώριζαν–, παντρευόσουν, έκανες οικογένεια, κι αυτό ήταν, η ζωή σου είχε πια ολοκληρωθεί. Εκπληρώθηκε ο σκοπός σου πάνω στη Γη και μπορείς να αυτοαποκαλείσαι από εδώ και στο εξής πλήρης κι ευτυχισμένος.
Δε χωρούσαν σε εκείνα τα χρόνια παράπονα, αντιδράσεις κι ανησυχίες. Ο περίγυρος ασκούσε βέτο σε δεύτερες σκέψεις που περιείχαν αμφιβολίες, όπως και σε αιτήματα που αφορούσαν την εξερεύνηση του κόσμου και την προσωπική ανάπτυξη. Φιλοδοξίες, όνειρα, καριέρα, κλειδαμπαρώθηκαν μία και καλή σε συρτάρια που δεν ανοίχτηκαν ποτέ.
Ο φόβος κι η ανασφάλεια κυριαρχούσαν. Πώς να σήκωναν ανάστημα απέναντι στον σύντροφό τους και με τι πυγμή να εγκατέλειπαν την κοινή τους πορεία; Αλίμονο κι αν, εν μία νυκτί, τολμούσαν να γίνουν φυγάδες, ν’ αρπάξουν τη βαλίτσα τους, να πουν αντίο στον άνθρωπό τους, να βροντήξουν την πόρτα του συγυρισμένου –εννοείται– σπιτιού τους και να ξεκινήσουν απ’ την αρχή μια νέα ζωή, κυνηγώντας όνειρα και βρίσκοντας άλλους συντρόφους.
Στην πραγματικότητα, σκηνικά σαν κι αυτά ήταν απλώς μια ουτοπική επιδίωξη, που φάνταζε ακατόρθωτη. Οι δυνητικές επιλογές ήταν περιορισμένες. Δεν υπήρχε η υποστήριξη απ’ το περιβάλλον (ακόμη και το πιο στενό) και τα υποτιθέμενα χρονικά όρια στένευαν. Οι έξοδοι κινδύνου δε βρίσκονταν σε εμφανή σημεία με φωτεινές επιγραφές όπως είναι σήμερα. Συνεπώς, κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν’ αναλάβει τέτοιο ρίσκο γυρεύοντας να φύγει.
Εξάλλου, θα χαρακτηριζόταν αχαριστία ή ακόμη κι απληστία, αν τολμούσε κάποιος να διαλύσει –πάνω σε μια παρόρμηση της στιγμής– τη ζωή που είχε ως τότε φτιάξει και να θέσει την προσωπική του ευημερία σημαντικότερη απ’ την αντίστοιχη κοινή. Η αποτίμηση των πράξεών τους απ’ τον κόσμο υποκινούσε σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις τους. Ποιος θα ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δακτυλοδεικτούμενος απ’ την κοινωνία, διότι παράτησε τον σύντροφό του, ή ακόμα χειρότερα, εγκατέλειψε τον γάμο του; Τι κι αν η παραμονή του τον έκανε δυστυχισμένο;
Σε τέτοιες συνθήκες καταναγκαστικού εγκλωβισμού, συχνό επακόλουθο ήταν κι οι διάφορες ακραίες καταστάσεις, καθώς κι η ανοχή αυτών. Κακοποίηση, μοιχεία, υποτίμηση πρωταγωνιστούσαν στη σχέση, σε σημείο να θεωρούνται αυτονόητες συμπεριφορές κι ουδείς να κάνει λόγο γι’ αυτές, θίγοντάς τις.
Όμως, τα σημάδια κι οι μελανιές στο σώμα, τα ρούχα του συντρόφου ποτισμένα με την οσμή της κάπνας, η μυρωδιά του αλκοόλ, το ξένο άρωμα πάνω στο πουκάμισο που υπονοούσε απιστία, το χαμηλωμένο βλέμμα και το σκυθρωπό πρόσωπο που πρόδιδε μυστικά ήταν ήδη μπόλικα πειστήρια που ομολογούσαν μια εντελώς διαφορετική οπτική, η οποία δεν έχει την τρυφερότητα και την αγνότητα μιας όμορφης ιστορίας αγάπης, όπως επιφανειακά νομίζαμε.
Έπειτα, όλους εκείνους τους φοβισμένους και καταπιεσμένους δέκτες αυτών των συμπεριφορών, που παρ’ όλη τη σκληρότητα που δεχόντουσαν παρέμεναν στη σχέση-φυλακή τους, τους αποκαλούμε συχνά ήρωες κι εξυμνούμε τη στάση τους. Λέμε πως είχαν το σθένος και την αντοχή να υπομείνουν την όποια κακομεταχείριση, να προσπαθήσουν για χάρη της «αγάπης», να μη δραπετεύσουν, να μην εγκαταλείψουν, όπως θα κάναμε σίγουρα εμείς οι «δειλοί».
Το να φεύγεις για να διατηρήσεις την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό σου το ονομάσαμε αδυναμία, εγωισμό κι ανηθικότητα, ενώ, αντίθετα νομίσαμε πως μένοντας σε μια προβληματική σχέση, πλάι σε έναν άνθρωπο που δε μας κάνει ευτυχισμένους, δείχνουμε αυτόματα θάρρος, αφοσίωση και τιμιότητα.
Με αυτήν την πεποίθηση που κληρονομήσαμε και βασισμένοι στα διδάγματα σχέσεων παλαιότερων εποχών, αισθανόμαστε σήμερα ντροπή που δεν εφησυχάζουμε σε μια σχέση, που δε συμβιβαζόμαστε με λιγότερα απ’ όσα αξίζουμε και που αντιδρούμε όταν κάποιος ή κάτι απειλεί την προσωπικότητα και την ακεραιότητά μας.
Η ποιότητα μιας σχέσης δεν αξιολογείται με βάση τα δεινά που είναι διατεθειμένα να υπομείνουν τα μέλη της, αλλά απ’ τα πόσα λιγότερα θα χρειαστεί να βιώσουν. Οι σχέσεις στεριώνουν με γνώμονα την αμοιβαιότητα σε σεβασμό και κατανόηση.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα