Κάθε αποχωρισμός κι ένας μικρός θάνατος. Ένα κομμάτι λιγότερο στην ψυχή των ανθρώπων, μέχρι να φτάσουν στο τέλος της πορείας τους, τόσο άδειοι και τόσο γεμάτοι την ίδια στιγμή. Γεμάτοι από αντίο, άδειοι από αποθέματα. Γεμάτοι πληγές, στιγμές χαραγμένες, λέξεις ανείπωτες. Διαβάτες σε αποβάθρες, με συρμούς να πηγαινοέρχονται, αντίο στα γρήγορα και επιστροφές στην ίδια αποβάθρα.
Υπάρχουν άνθρωποι που αποχωρίζονται εύκολα. Ικανοί συνειδητοποιημένα να βάζουν τελείες, όχι άνω τελείες και αποσιωπητικά. Μα τελείες σφραγισμένες με παύλες. Ικανοί να βγάζουν από τη ζωή τους με ένα αντίο φίλους, εραστές όλους όσοι δεν είναι πλέον ικανοί να τους ακολουθήσουν στην πορεία τους. Δύναμη ψυχής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σκληρότητα.
Η ζωή δεν είναι ίδρυμα να περιθάλπονται βαρέα περιστατικά, να μεταδίδονται ασθένειες και στο τέλος να νοσεί χειρότερα ο ίδιος ο γιατρός και να κινδυνεύει με θάνατο.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και εκείνοι που όντες συναισθηματικά αδύναμοι, αποχωρούν προς στιγμήν και επανέρχονται. Δημιουργούν στεγανά με πόρτες μισάνοιχτες να μπαινοβγαίνουν. Απλά και μόνο επειδή τους είναι αδιανόητο να αρθρώσουν μια λέξη χιλιοειπωμένη. Ένα απλό αντίο. Εξαφανίζονται και επανέρχονται, δικαιολογούνται φθηνά, παίρνουν το χρόνο τους, αποστασιοποιούνται και πάλι από την αρχή. Δε δημιουργούν υποχρεώσεις και προσδοκίες αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο και τις σχέσεις δίχως αρχή, μέση και τέλος.
Αποχωρίζεσαι το κινητό σου και νιώθεις λειψός, δανείζεις το καλό φόρεμά σου και κάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα, σου κόβουν περισσότερο από όσο ήθελες τα μαλλιά και θρηνείς κανένα μήνα. Μετακομίζεις και κλαις, θέλεις το σπίτι σου πίσω. Όλα αυτά για αντικείμενα.
Πώς να αποχωριστείς έναν άνθρωπο λοιπόν;
O φυσικός θάνατος είναι αναπόφευκτος, φρικαλέος μα φυσική πορεία. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με φόνους και κατά συρροή και αυτοκτονίες. Ψυχαναγκαστικούς αποχωρισμούς και θάψιμο συναισθημάτων. Είτε είσαι ο δέκτης, είτε ο πομπός, ο πόνος είναι ο ίδιος.
Δεν τα μπορώ τα αντίο. Δεν τα σηκώνει ο οργανισμός μου.
Μάτια βουρκωμένα και ένα γεια. Αντίο μετά από καυγάδες, με φωνές βραχνιασμένες. Οι φλέβες σου διαστέλλονται, η φωνή σου ραγίζει, τα χέρια σου τρέμουν.
Το μυαλό σου πλυντήριο, στο στύψιμο κοντεύει να εκραγεί.
Ακούγεται το κλείσιμο της πόρτας, σωριάζεσαι στο πάτωμα. Παίρνεις στάση εμβρύου και κρύβεις το πρόσωπό σου ανάμεσα στις παλάμες. Κλαις δυνατά, ουρλιάζεις, πονάς, ξεριζώνεις τη καρδιά σου, την πετάς παραπέρα. Αύριο μια νέα με δικός σου άνθρωπος, αυτός που μέχρι εχθές αγκάλιαζες, ένιωθες μέσα στο σώμα σου γίνεται αυτομάτως ένα ξένο σώμα απλά και μόνο με μια λέξη. Η φίλη σου, που ως εχθές ήσασταν ένα, ξαφνικά θα γίνει μια ξένη που θα χαιρετάς με ένα νεύμα βιαστικό.
Αναμνήσεις σε φωτογραφίες που όσα χρόνια κι αν περάσουν, στην καλύτερη περίπτωση θα φέρνουν ένα μειδίαμα στα χείλη και έναν ασυναίσθητο αναστεναγμό.
Αυτούς τους θανάτους δεν τους μπορώ. Δεν μπορώ τα αντίο, τα γεια. Τα φοβάμαι, τα τρέμω.
Όχι δεν είμαι αδύναμη, τις λέξεις όμως αυτές δεν θέλω ούτε να τις λέω, ούτε να τις ακούω.
Είναι σα να κλέβεις την κούκλα παιδιού, να την πετάς στον κάδο μπροστά στα μάτια του κι εκείνο να μένει αποσβολωμένο, να σε κοιτά και ξαφνικά, οδύνη. Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο σε ένα παιδί;
Οι άνθρωποι που κόβουν τα νήματα με προλόγους και τελείες είναι πιο αδύναμοι από εκείνους που απλά σιωπούν. Οι δεύτεροι γνωρίζουν πως το τέλος το δείχνουν οι πράξεις. Όταν με τον άλλο δε σε συνδέει τίποτα άλλο πια, πέραν των αναμνήσεων. Εκεί οι πορείες διαφοροποιούνται και ποιος ξέρει ίσως βρεθείτε ξανά στον ίδιο συρμό. Τα αντίο περισσεύουν. Φαύλοι κύκλοι που στην ίδια ακτίνα θα βρουν σημείο επαφής. Σιωπηλά χωρίς δηλώσεις και θεατρινισμού.
Οι άνθρωποι δεν είναι παντελόνια που μας στένεψαν να τα πετάμε έτσι απλά με ένα γεια σου.
Το αντίο σας να το δείχνετε, να αφήνετε το χρόνο να το φέρει. Μη βιάζεστε να το ξεστομίσετε, οι απώλειες που φέρνει είναι παράπλευρες και το τίμημα για θύτη και θύμα ακριβό.