Πάμε να τα σπάσουμε αγάπη μου.
Να υψώσω ένα κατηγορώ ίσαμε το μπόι σου.
Να φωνάζω και να ωρύομαι ταύρος εν υαλοπωλείο.
Να φτάσω με την ανασκόπηση μέχρι τη νύχτα που η μάνα σου δεν είχε πονοκέφαλο.
Να αρπάξω το τηγάνι και να σου το περάσω κολάρο.
Να μαζέψω τα κομμάτια σου, να μην αφήσω ίχνη.
Να μοιράσω κόκκινες και κίτρινες κάρτες στα μούτρα σου, να το ευχαριστηθώ.
Να πετάξω τις χοντράδες μου και να κοκκινίζω, να θέλω να γελάσω, να σε πάρω αγκαλιά μα να περιμένω να πέσει η αυλαία. Να κάνουμε το κομμάτι μας.
Να χάνω τα λόγια μου και να ψελλίζω άναρθρα τις αμαρτίες σου, με κλάματα.
Να περιμένω το στραβοπάτημα σου, εκείνη τη λάθος απάντηση, να σε λούσω από πάνω μέχρι κάτω με πετρέλαιο, να σου βάλω φωτιά.
Παράπονα να σου κάνω. Να τα ξεχάσω πριν ξημερώσει. Να στα πω κατάμουτρα, να νιώσω το βάρος να φεύγει.
Να φοβηθείς και να φοβηθώ πως το παρατραβήξαμε.
Να δείξουμε πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. Πως μας νοιάζει. Πως η φωτιά μας δεν έσβησε .
Πως δεν τελματώσαμε σε σιωπές και αδιαφορίες.
Δεν παραδοθήκαμε αμαχητί από φόβους και ανασφάλειες.
Με περισσή ειλικρίνεια, να τα συζητήσουμε.
Να πετάξουμε τις μάσκες, να μιλήσουν τα μάτια μας.
Να σε ακούσω και να με αφουγκραστείς. Να μαντέψεις όσα σου κρύβω καλά.
Να μου αγγίξεις το χέρι και να το τραβάω.
Να κοιμηθούμε χωριστά, να επιτρέψουμε στο χρόνο να καθαρίσει τα νερά.
Εγχειρίδιο του ιδανικού καυγά, δυστυχώς δεν υπάρχει.
Όσους τσελεμεντέδες και να ξεφυλλίσει κανείς, όσες πεπατημένες οδούς και αν ακολουθήσει.
Ο κάθε καυγάς είναι ένας και μοναδικός, συναρπαστικός και ανεπανάληπτος.
Έτσι μπορεί να σου βγει ωμό το παστίτσιο ή να το κάνεις κάρβουνο, όσες φορές κι αν έχεις δοκιμάσει τη συνταγή.
Γενικά δεν μπορώ τις υστερίες και τα ζευγάρια που ολημερίς τρώγονται και καβγαδίζουν, ενώ το σπίτι καταλήγει κρανίου τόπος για ασήμαντες αφορμές.
Ούτε τους κατά συνθήκη καυγάδες, για δοκιμή των αντοχών και των συναισθημάτων του έτερον ήμισυ.
Να ανάψουν τα αίματα που λένε, αυτό με ξεπερνάει εντελώς.
Εκείνους τους καβγάδες όμως με το σεις και με το σας δεν τους κατάλαβα ποτέ.
Μια επίπεδη κατάσταση που είτε είναι καυγάς είτε όχι, αν δεν σε ενημερώσει το ζεύγος ότι τα σπάσε, χαμπάρι δεν παίρνεις.
Ούτε εκείνα τα μούτρα τα κατεβασμένα τα μπορώ.
Τη μακρόσυρτη μουρμούρα και γκρίνια που σε εξουθενώνει.
Θύμωσες ,θίχτηκες κατέβασες τα μούτρα, είπες και δυο λόγια παραπάνω.
Κατάπιες το δίκιο σου, σφράγισες το στόμα σου, το έραψες σταυροβελονιά.
Κρύφτηκες μπροστά από προφανείς αφορμές και την αιτία, την κατάπιες.
Να συσσωρεύονται οι σιωπές. Να μεγαλώνει το σχίσμα.
Να χάνεις το έδαφος κάτω από τα πόδια. Και μετά να απορείς τι δεν πήγε καλά και καταλήξατε δυο ξένοι.
Μονότονη σαπουνόπερα βραζιλιάνικης παραγωγής και μάλιστα με μεταγλώττιση τριτοκλασσάτη.
Ένδειξη πολιτισμού θα μου πείτε.
Ωριμάζουν οι άνθρωποι και μαθαίνουν να συγκρατούνται, να αυτοελέγχονται.
Να σκέφτονται διπλά και τριπλά την κάθε σκέψη και τον τρόπο με τον οποίο θα την εκφράσουν.
Να προσποιούνται θα υποστηρίξω εγώ. Να βολεύονται και να βουλιάζουν σε σιωπές και ψιθύρους.
Πάντα διερωτόμουν πού πήγε ο έρωτας αυτών των ανθρώπων.
Τι κάνουν μαζί.
Που είναι ο θυμός;
Εκείνος ο καυγάς που θα κραυγάσει χίλια δυο σ’ αγαπώ με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Είμαι εδώ και το παλεύω, σε διεκδικώ.
Αυτές οι εκρήξεις μου αρέσουν.
Το τραβάς το σκοινί το τεντώνεις και τεντώνεσαι. Δεν τα πολυσκέφτεσαι τα πράγματα και δεν τα ωραιοποιείς.
Πετάς αυθόρμητα την αλήθεια σου και του έρχεται κατακέφαλα.
Εκείνοι οι καυγάδες, που θέλεις να γελάσεις και κρατιέσαι με το ζόρι.
Που κλείνεις την πόρτα πίσω σου και παρακαλάς να σε προλάβει στο επόμενο στενό.
Που όταν βρεις τα δύσκολα αφήνεις και ένα δάκρυ να ξεχειλίσει.
Τα ζευγάρια τα ακούνητα, τα αμίλητα, τα αγέλαστα, που γεμίζουν τα μπαρ κάθε βράδυ.
Καράβια ακυβέρνητα, έτοιμα προς βύθιση, δεν τα μπορώ.
Αυτή την ηρεμία νεκροταφείου και τα «αντίο» στα καλά καθούμενα. Αυτά τα ζευγάρια δεν τα θέλω μαζί.
Υπάρχουν και οι ωραίοι καβγάδες.
Οι πρέποντες και απαραίτητοι, που σε γεμίζουν ζωή και έρωτα.
Εκτιμάς τα κεκτημένα.
Μην τις φοβάστε τις εντάσεις. Οι σιωπές δείχνουν το τέλος.