Η λεκτική επικοινωνία είναι πολύβουη. Μιλούν οι άνθρωποι, φλυαρούν. Επιλεκτικά ξεστομίζουν αλήθειες και ψέματα. Λένε όσα οι άλλοι επιθυμούν να ακούσουν και αποσιωπούν αυτά που δεν αρθρώνονται με ευκολία.
Τόσες χιλιάδες λέξεις και πολλές φορές καμία δεν είναι αρκετή να εκφράσει με σαφήνεια, αυτό που από τη ψυχή φτάνει στο στόμα σαν θηλιά και τους πνίγει. Δύσκολη υπόθεση να μεταφερθούν τα συναισθήματα με λόγια, λέξεις που σαν φύλλα σκορπίζονται στα σημεία του ορίζοντα.
Ολόκληρα βράδια συζητήσεων, αναλύσεων. Μάτια χαμηλωμένα, βλέμματα στο κενό.
Μην κουράζεσαι, οι άνθρωποι ακούνε μόνο όσα θέλουν να ακούσουν.
Πολλοί έχουν μιλήσει για το ηλιοβασίλεμα, επειδή λίγοι έχουν δει την ανατολή του ήλιου. Εκείνοι οι λίγοι όμως, λυτρωμένοι από τις σειρήνες, κοιτούν κατάματα. Αφήνουν τη σιωπή να χορέψει, δεν χαμηλώνουν το βλέμμα.
Σαν να βγήκε βόλτα στα μάτια τους, να καθρεφτίσει φόβους και πάθη. Ντροπές και απόγνωση που σαν βαρίδιο στη γλώσσα στέκονται και την κάνουν κομμάτια.
Η μη λεκτική επικοινωνία είναι η πλουσιότερη. Χρειάζεται αντίληψη να την ερμηνεύσεις, να καταλάβεις τα σφραγισμένα χείλη. Όσα από φόβο συσσωρεύτηκαν και θάφτηκαν βαθιά να μην τολμήσει κανείς τα αγγίξει. Τη λύπη στα μάτια που γυαλίζουν, τη χαρά, τις διεσταλμένες από έρωτα κόρες.
Η παγίδα του βλέμματος είναι ύπουλη και άκρως επικίνδυνη. Σαγηνεύει το θύμα της, σχεδόν το μαγεύει. Χαμόγελα και μάτια ερωτεύονται οι άνθρωποι. Και λίγα έχουν μείνει καθαρά και ατόφια.
Τους ανθρώπους με τα άδεια βλέμματα τους φοβάμαι. Εκείνοι που μιλούν πολύ και κοιτούν αμέριμνοι το υπερπέραν, σχεδόν με τρομάζουν. Κάτι κρύβουν, σβήνεται η ενέργεια τους και δεν μπορώ να τους αγγίξω.
Θυμίζουν φιγούρες από θέατρο σκιών, αντικατοπτρίζουν είδωλα, κώδικες που έχουν περάσει από επεξεργασία.
Δε συγκρατώ ποτέ συζητήσεις ολόκληρες, σχεδόν τις αποβάλλω, δε με ακουμπούν. Ακόμη και τα πιο σκληρά ειπωμένα συναισθήματα μετά από κάποιο χρονικό διάστημα σβήνονται από τη μνήμη.
Είναι όμως και κάτι βλέμματα που θα μείνουν ανεξίτηλα. Χαραγμένα για πάντα στη μνήμη, να τα φέρεις ισόβια μαζί σου.
Χιλιάδες βολτ σε διαπερνούν και κάθε κύτταρο νεκρώνεται στο πέρασμά τους. Κάποια αντίο με μάτια κόκκινα, ένα «σε θέλω», μα πώς να στο πω.
Σου λέω φύγε μα τα μάτια μου κραυγάζουν να μείνεις εδώ. Μια θάλασσα άλλοτε ήρεμη, άλλοτε φουρτουνιασμένη. Που όποιος καταφέρει να πέσει στα νερά της μην τον χάσεις ποτέ. Μπορεί να τον πνίξεις βέβαια μα και πάλι θα σου ανήκει.
Δεν γουστάρω τα λόγια. Θέλω μάτια καθαρά να μου μιλάνε.
Να σκίζουν τις κουρτίνες να τις κάνουν ρετάλια στο πάτωμα.
Θέλω να βλέπω ψυχές να χορεύουν και στα αυτιά μου σιωπή.
Να μη μπορώ να συγκρατήσω εκείνο το χαμόγελο που αυθόρμητα σκάει στο πρόσωπο μου όταν οι τροχιές μας συναντιούνται.