Αδιακρισία, αγαπητοί μου. Έχουμε μπερδέψει τον όρο του αδιάκριτου με ‘κείνον του περίεργου. Κι αυτό είναι άδικο. Γιατί είναι εντάξει να ‘σαι περίεργος, ίσως κι ωραίο, περιπετειώδες. Θέλεις να μαθαίνεις καινούρια πράγματα. Και μην ακούτε, καμία γάτα δε σκοτώθηκε απ’ την περιέργεια. Απ’ την αδιακρισία της, ναι, ίσως και την έπαθε.

Παράδειγμα: Είσαι κάπου έξω, για καφέ με την παρέα. Χτυπάει το κινητό του διπλανού. Είναι πάνω στο τραπέζι. Είναι δίπλα σου. Βλέπεις τα φωτάκια να αναβοσβήνουν. Όπως και να το κάνεις, το μάτι θα πέσει εκεί. Μήνυμα, τσατ, τηλέφωνο, σημασία καμία δεν έχει, αντανακλαστικά θα κλέψει την προσοχή σου. Δεν είναι, όμως, το απλό στιγμιαίο βλέμμα που θα ρίξεις σχετικά δικαιολογημένα γιατί έγινε μια παρεμβολή στη συζήτηση, είναι το επίμονο, που αράζει εκεί και προσπαθεί να μάθει ποιος και γιατί σας διέκοψε. Ναι, αυτό είναι αδιακρισία, διότι δε σε αφορά.

Όταν συμβαίνει σε εμάς και το αντιληφθούμε, ξέρουμε να ξενερώσουμε ή να εκνευριστούμε, όταν το κάνουμε εμείς σε άλλους δε χαμπαριάζουμε. Και δεν είναι ανάγκη να ‘ναι ο άγνωστος στο μετρό αυτός που διαβάζει τι γράφεις στην οθόνη σου, λες κι έκοψε εισιτήριο για σινεμά, που μπορεί να σε τρελάνει, και το κολλητάρι σου να ‘ναι κι όση οικειότητα και να ‘χετε μεταξύ σας, το ίδιο σε χαλάει. Οφείλουμε να σεβόμαστε πως αν θέλει ο άλλος να σου δείξει ή να σου πει κάτι, θα το κάνει μόνος του.

Κι η αδιακρισία μας δεν περιορίζεται στα κινητά. Βλέπεις ένα ζευγάρι απέναντι να φιλιέται, και καρφωμένα τα μάτια σου, εκεί. Για τους δικού σου λόγους. Τους ξέρεις-δεν τους ξέρεις. Κοιτάζεις μέχρι να σε καταλάβουν, να ντραπείς (αν έχεις λίγο φιλότιμο) και να χαμηλώσεις το βλέμμα συνειδητοποιώντας ότι έκανες μαλακία. Άσε τα παιδιά να χαρούν τον έρωτά τους. Είναι κάτι αντίστοιχο, σε αντίστροφο ρόλο όμως, όπως όταν λες στους φίλους σου να γυρίσουν διακριτικά να δουν κάτι, και κάνουν όλοι μαζί απότομη στροφή 180 μοιρών. Ναι, τότε που θες να ανοίξει η γη να σας καταπιεί.

Και το αφτάκι μας, δηλαδή, μια χαρά το στήνουμε. Ακολουθεί προσωπική εξομολόγηση. Έχω πιάσει τον εαυτό μου στο μετρό να παρακολουθεί συζήτηση ζευγαριού. Όχι απλή κουβεντούλα, με φλόγες να πετάγονται απ’ τα μάτια τους, είχε ψωμί η υπόθεση. Κι η αφεντιά μου όχι απλά παρακολουθεί, να θέλει να παρέμβει κιόλας, γιατί όντως «είχε δίκαιο το κορίτσι». Αντί να βάλω τα ακουστικά μου κυρία, εκεί, να παλεύω καταλάβω τι έγινε και να θέλω να γίνω και συνήγορος. Λες και δεν έχω ζωή να ασχοληθώ, τραγούδια να ακούσω, ένα βιβλίο να διαβάσω.

Μας είναι πολύ πιο εύκολο να κοιτάμε και να σχολιάζουμε τι κάνει ο διπλανός μας. Όχι απλά εύκολο, βολικό, μας κάνει να αισθανόμαστε για λίγο ανώτεροι, να αφήνουμε στην άκρη τα δικά μας προβλήματα. Είναι κι αυτό το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας που επιβιώνει ανά τους αιώνες. Τσακώνεται ο γείτονας με τη γυναίκα του κι εσύ μπορείς να βάλεις μέχρι και την τηλεόραση στο mute για να ακούσεις, έτσι απλά από «περιέργεια».

Κι απ’ την αδιακρισία του ματιού και του αφτιού, ας περάσουμε σε αυτή που σίγουρα μπορούμε να ελέγξουμε και δεν είναι άλλη από αυτή του στόματος. Γιατί είναι κι εκείνες οι τραγικές ερωτήσεις που απλώς φέρνουν τον απέναντι σε δύσκολη θέση, όπως το «Με πόσους/πόσες έχεις πάει;». Αμήχανη, αδιάκριτη κι άκρως αδιάφορη πληροφορία. Είτε ξεκινάς τώρα το φλερτ είτε είσαι σε σχέση χρόνων, δεν έχει καμία σημασία η απάντηση. Είναι κάτι προσωπικό που αν ποτέ θελήσει ο άλλος (δεν υπάρχει καν λόγος, βέβαια) θα το μοιραστεί χωρίς να προηγηθεί τέτοια ερώτηση.

Στην ίδια κατηγορία παίζουν κι όλα τα «Πόσα κιλά είσαι;», « Πόσα παίρνεις;», «Γιατί χωρίσατε;», «Γιατί δεν έχετε κάνει ακόμα παιδιά;». Όλα αυτά θα τα απαντήσουμε μόνο στους πολύ δικούς μας ανθρώπους και μάλιστα χωρίς να μας ρωτήσουν. Σ’ όλους τους υπόλοιπους απλά δεν πέφτει λόγος. Α, και το «Να σου κάνω μία αδιάκριτη ερώτηση;» δε διορθώνει τίποτα. Όχι, να μην κάνετε καμία αδιάκριτη ερώτηση, να εστιάσετε στις ζωές σας, όλο και κάποια ερώτηση στον εαυτό σας θα χρειάζεται να κάνετε.

Σε μια εποχή που η κακία λέγεται χιούμορ κι η αγένεια, ειλικρίνεια, υπάρχουν φόρες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι γινόμαστε αδιάκριτοι. Προφανώς έχουμε πέσει θύματα αδιακρισίας, είτε από οικείους είτε από αγνώστους κι έχουμε γίνει αντίστοιχα θύτες τέτοιων καταστάσεων. Με λίγη ενσυναίσθηση, όμως, μπορούμε να ελέγξουμε τις αντιδράσεις μας.

Η διακριτικότητα είναι ένα ποδαράκι που στηρίζει το τραπέζι με το όνομα «αυτοσεβασμός», ας μην την πριονίζουμε άλλο.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Παπαδοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη