Πέρασαν πολλές νύχτες, που ο ύπνος δε μου ‘κανε τη χάρη. Ξάγρυπνη μέχρι να δω το πρώτο φως του ήλιου. Σε περίμενα να ‘ρθεις. Τις περισσότερες φορές κοιτώντας το κενό, μη κάνοντας τίποτα. Άκουγα κλειδιά ή βήματα στο διάδρομο και πεταγόμουν, ελπίζοντας να είσαι εσύ κι ας ήξερα πως δεν ήσουν. Και μια ηλίθια μουσική ν’ ακούγεται στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου. Μια μουσική που σε θύμιζε και μαζί της άρχιζα να σε θυμάμαι και ‘γω.

Πέρασαν πολλά βράδια που με βρήκαν μεθυσμένη. Κάποιες φορές σε μαγαζιά με δυνατές μουσικές κι ένα σωρό ανθρώπους γύρω μου που προσπαθούσα επίμονα να τους αποδείξω πόσο καλύτερα είμαι χωρίς εσένα. Κάποιες άλλες στο σπίτι μόνη μου, να γελάω υστερικά και να προσπαθώ να καταλάβω τι έχει συμβεί. Κι άλλες στα σοκάκια της πόλης να φωνάζω τ’ όνομα σου τα χαράματα, κλέβοντας ύπνο από αγνώστους, όπως έκανες κι εσύ σε μένα. Ενοχλώντας τους ανθρώπους κάθε γειτονιάς, καταστρέφοντας την ηρεμία τους, όπως εσύ την δική μου.

Πέρασαν πολλές νύχτες, βρίσκοντάς με να μουτζουρώνω χαρτιά. Να γράφω και να σβήνω όλα εκείνα που δε βρήκα ποτέ τις λέξεις να σου πω, όλα εκείνα που δε γούσταρες ν’ ακούσεις. Έψαχνα ώρες ατελείωτες τα σωστά λόγια να μιλήσω για σένα. Να πω όσα δεν τόλμησα, είτε από φόβο, είτε από τον υπερβολικό έρωτα. Να πω όσα τ’ αυτιά σου δεν θα ήταν ποτέ έτοιμα ν’ ακούσουν. Να πω όλα αυτά που με πνίγουν ακόμα.

Πέρασαν πολλά βράδια, πέρασα πολλά κι εγώ. Προσπάθησα να βρω τρόπους να γεμίσω τον χρόνο, να τον κάνω να περάσει. Να κάνω την αναμονή πιο εύκολη. Επιδίωξα πολλές φορές να ξεχάσω τ’ όνομά σου, στο τέλος όμως, το δικό μου ήταν αυτό που δε θυμόμουν. Χόρεψα ξυπόλυτη πάνω σε τραπέζια, τραγούδησα ξημερώματα σε σκάλες πολυκατοικιών, βρήκα κακές συνήθειες, έκανα τις λάθος επιλογές. Κι εσύ δεν ερχόσουν.

Σε περίμενα νύχτες πολλές. Άλλες φορές ντυμένη όμορφα, λες κι ήσουν κανένας σπουδαίος, κανένας σημαντικός. Κι άλλες πάλι, φορώντας ό,τι πρόχειρο έβρισκα μπροστά μου, σαν να μην είχε τίποτα σημασία. Σε περίμενα κλεισμένη στο σπίτι, με την αγαπημένη  σου μουσική να παίζει δυνατά. Σε περίμενα σε μέρη που σιχαινόσουν, σε μέρη που αγαπούσες, με ανθρώπους που δεν σου άρεσαν και με παρέες που γούσταρες. Σε περίμενα λες και θα γύριζες.

Τώρα, μετά από τόσα βράδια, κατάλαβα πως ο δικός σου άνθρωπος, αυτός που σε νοιάζεται, αυτός που είναι για σένα, δε σε αφήνει στην αναμονή ούτε και στην αμφιβολία. Δε σου γυρνάει την πλάτη, αλλά γυρνάει ο ίδιος. Εν τέλει, κανένα από τα βράδια μου δεν άξιζες, όπως κι εγώ δεν άξιζα τα τόσα «ίσως». Δε σε κατηγορώ για τη δική μου αφέλεια να ξεχάσω πως στις ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πάντα όλα αμοιβαία. Σε κατηγορώ για την ευκαιρία που δε μου ‘δωσες. Όχι τη δεύτερη, εκείνη την πρώτη. Γιατί βλέπεις εγώ ήξερα τι δεν ήμασταν, εσύ όμως δε θέλησες να δεις τι μπορούσαμε να γίνουμε.

Σκατά στις αναμονές, στα βράδια που σπαταλήσαμε σε καταστάσεις τελειωμένες και στους καλύτερους εαυτούς που απλώς σπαταλήσαμε.

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Kατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου