Απόψε βρίσκομαι σ’ ένα μαγαζί ασφυκτικά γεμάτο από ανθρώπους που διασκεδάζουν, χορεύουν και γελάνε. Λες κι όλα είναι καλά, λες κι όλα είναι στη θέση τους. Ένα μαγαζί γεμάτο από ανθρώπους κάθε γούστου. Ψηλούς, κοντούς, κυριλάτους και μη, χορευταράδες και ξενέρωτους. Χίλια άτομα στο μαγαζί κι άφθονο αλκοόλ. Ακόμα κι έτσι όμως, παραμένουν όλοι αδιάφοροι γύρω μου. Τίποτα πάνω τους δε με τραβάει. Δεν έχουν τίποτα πάνω τους να σε θυμίζει, να τους κάνει να σου μοιάζουν, μπας κι αποκτήσουν ένα κάποιο ενδιαφέρον.

Είμαι στριμωγμένη σε κάποια γωνία του μπαρ μαζί με την παρέα μου. Η ώρα περνάει κι εγώ περνάω όμορφα μαζί με πρόσωπα αγαπημένα. Κάνουμε αστεία, τραγουδάμε, γελάμε κι εκείνη τη στιγμή δε μου λείπει τίποτα. Να σου και τα πρώτα κερασμένα από παρέες δεξιά κι αριστερά, που θέλουν να μας γνωρίσουν.

Έχω βγει με τους φίλους μου απόψε και μόνο μ’ αυτούς θέλω να περάσω το βράδυ μου. Η γαρνιτούρα του φλερτ να μου λείπει. Αν θέλω έρωτα, μπερδεμένα σεντόνια και πόδια που τρέμουν, ξέρω πού να πάω.

Πρώτον, «γιατί μ’ ακουμπάς;» θέλω να ρωτήσω τον τύπο δίπλα μου και δεύτερον, να του δηλώσω πως βαριέμαι. Μια χαρά περνάω με την παρέα μου. Αυτούς τους γύρω-γύρω δε γουστάρω. Βρήκαν κι αυτοί απ’ όλο το μαγαζί να προσεγγίσουν εμένα. Σώθηκαν. Βρε, το κόλλημα είναι κόλλημα κι ο καψούρης άνθρωπος δεν ξεκολλάει. Κι εγώ είμαι πολύ, γαμώτο.

Τι να τους κάνω εγώ αυτούς τους δήθεν τύπους, που πουλάνε αίσθημα μιας χρήσης, όταν τα πιο δυνατά συναισθήματα τα ένιωσα τις νύχτες μου μαζί σου; Τι να τους κάνω εγώ αυτούς, αφού δεν είναι εσύ;

Κι αδιαφορώ και γυρνάω το κεφάλι απ’ την άλλη μεριά. Κι εκεί που είμαι χαμένη στην κοσμάρα μου κι ενώ είμαι ανέμελη και γουστάρω να τσαλακωθώ, ξαφνικά σε βλέπω.

Εμφανίζεσαι απ’ το πουθενά κι εμένα μου κόβονται τα πόδια και νιώθω τους παλμούς της καρδιάς μου ν’ ανεβαίνουν επικίνδυνα. Κι ορκίζομαι πως για μια στιγμή σταμάτησε ο χρόνος. Πάγωσα, κοκάλωσα. Εγώ, το δήθεν αντράκι, που δεν κολώνει πουθενά. Εγώ, η τάχα μου τσαμπουκαλού που μέχρι πριν λίγο το ‘παιζα τρελίτσα. Μόλις σ’ είδα, αγρίεψαν τα ήμερα μέσα μου κι ηρέμησαν τ’ άγρια.

Δεν έκατσες πολύ. Δυο τυπικότητες αντάλλαξες μαζί μου και δυο με την παρέα. Σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα, σαν να μη μοιραστήκαμε στιγμή. Έφυγες και πήγες στην παρέα σου, τέσσερα τραπέζια μακριά. Δε μ’ ένοιαξε, όμως, γιατί ξαφνικά όλα απέκτησαν νόημα.

Γέμισε το μαγαζί πραγματικά. Χίλια πρόσωπα μες το μπαρ κι εγώ βλέπω μόνο το δικό σου. Γιατί μόνο το δικό σου πρόσωπο μπορώ να ξεχωρίσω μες στο πλήθος και μόνο το δικό σου άρωμα έχει μυρωδιά. Κανένας άνθρωπος δεν έχει ανάγκη κάποιον άλλον για να περάσει καλά. Μερικές φορές, όμως, έχεις ανάγκη κάποιον να σου ομορφύνει το σκηνικό.

Περνώ δίπλα σου τάχα μου αδιάφορη, μην τυχόν και καταλάβεις την ταραχή μου. Με σταματάς και μου λες «μετά θα φύγουμε μαζί». «Ναι» σου φωνάζω ολόκληρη κι ας σιωπώ.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου