Χίλια πράγματα που δεν ήθελες να πεις στον άνθρωπό σου κι άλλα τόσα που ήθελες να πεις μα έκρυψες. Εγώ τα ξέρω. Τον έρωτα που είχες φυλαγμένο για ‘κείνον, τις λέξεις που δεν τόλμησες να πεις, τις πονηρές σκέψεις και εικόνες που είχες στο μυαλό σου όποτε βρισκόταν δίπλα σου και τα όνειρα που αφελώς έκανες για σας. Τα ξέρω γιατί έχω βρεθεί και ‘γω στην θέση σου. Δεν πειράζει, όμως, γι’ αυτά. Γιατί αυτά ξέρεις τι να κάνεις. Πώς να τα διαχειριστείς. Βλέπεις, είναι εύκολο το ανεκπλήρωτο. Το κάνεις τραγούδια, στίχους, μουσικές, ποιήματα και κάπως τα βολεύεις.

Δεν μετάνιωσες που δεν είπες τίποτα απ’ αυτά. Άλλωστε, τον εαυτό σου προστάτεψες. Καλύτερα έτσι. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο που δεν μπόρεσες να πεις κι είναι τελικά αυτό που δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις τις νύχτες. Υπάρχουν κάτι λέξεις, που κάθε φορά που θυμάσαι τον άνθρωπο αυτό θέλεις να τις φτύσεις πάνω του. Να τις βγάλεις από μέσα σου γιατί σε τρώνε.

Του χρωστάς ένα «άντε γαμήσου». Για όλες τις φορές που σ’ έκανε να πιστέψεις σε κάτι που δεν είναι, σε κάτι που δεν είσαι εσύ για ‘κείνον. Για όλες τις φορές που έπεσες και νόμιζες πως θα ‘ναι εκεί να σε σηκώσει. Για όλες τις αγκαλιές και τα φιλιά που τα ‘κανε να μοιάζουν με κάτι παραπάνω από αυτό πού ήταν. Ένα «άντε γαμήσου» το χρωστάς και για όλα τα «θα μείνω» που έγιναν «φεύγω».

Αλλά φταις κι εσύ που κώλωσες. Που δεν είχες τα κότσια να πεις στον άνθρωπο που σε πλήγωσε όλα εκείνα που έπρεπε και τ’ άφησες να σε πνίξουν. Φταις που κατέβασες το κεφάλι και κοίταξες από την άλλη μεριά, όταν έπρεπε να τον κοιτάξεις κατάματα και να τον βρίσεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Να τον στολίσεις με τις λέξεις που του ταίριαζαν. Φταις που χάθηκες στην τόση αγάπη σου για έναν άλλον άνθρωπο και κάπου ξέχασες ν’ αγαπάς εσένα. Φταις που προτίμησες να πληγώσεις εσένα κι όχι εκείνον.

Όμως τα «άντε γαμήσου» που δεν είπες δεν είναι συναισθήματα και καταστάσεις που μπορείς να απομυθοποιήσεις. Που μπορείς να ντύσεις όμορφα. Δεν είναι πρόσωπα ιδανικά κι ονειρεμένα που αφήνουν μια γλυκιά γεύση καθώς φεύγουν. Είναι «άνθρωποι-σημάδια». Eίναι το γαμώτο μιας ζωής. Όσα δεν είπες έγιναν οργή, θυμός κι απογοήτευση. Όσα φοβήθηκες πως θα γίνουν κι έγιναν, όσα φοβάσαι μήπως δε συμβούν και δεν συνέβησαν.

Τι γίνεται, λοιπόν, με όλες εκείνες τις φορές που κάναμε το μαλάκα, που ενώ έπρεπε να τα σπάσουμε όλα δεν βγάλαμε μιλιά; Τι έγιναν τ’ ανείπωτα εκείνα «άντε γαμήσου»; Έγιναν δάκρυα αργά τη νύχτα. Γοερά κλάματα που άκουσε μόνο το μαξιλάρι. Έγιναν φωνές και γέλια υστερικά τα χαράματα σ’ ένα σπίτι στο κέντρο. Έγιναν λάθος επιλογές, μαλακισμένες μετέπειτα συμπεριφορές σ’ ανθρώπους που δεν τ’ άξιζαν. Έγιναν τσιγάρα, ξενύχτια και ποτά, μπας και καταφέρεις να πνίξεις τα όσα σ’ έπνιγαν. Μα πιο πολύ απ’ όλα, έγιναν η προσπάθεια να βρεις κάτι πιο τοξικό στη ζωή σου από τον άνθρωπο που σ’ έκανε να νιώσεις έτσι.

Συγχώρησες όταν δεν έπρεπε, χάιδεψες όταν έπρεπε να χτυπήσεις, έπιασες το χέρι όταν ο άλλος άνθρωπος άφηνε το δικό σου. Όλοι μας τσαλαπατήσαμε εγωισμούς κι αξιοπρέπειες. Όλοι φάγαμε τα μούτρα μας. Τίποτα δεν πάθαμε. Μόνο μεγαλώσαμε και μάθαμε απ’ αυτό. Μάθαμε να μην χαριζόμαστε στον καθένα έτσι απλά. Μάθαμε να πουλάμε τους εαυτούς ακριβά. Όπως τους αξίζει.

 

Επιμέλεια κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου