Η ώρα περασμένη. Οι δείκτες του ρολογιού έχουν κολλήσει και δεν προχωράνε, όπως η ζωή σου μετά από εκείνον τον άνθρωπο. Εκείνον που σε σημάδεψε, που σ’ άλλαξε και σε πόνεσε. Η ώρα περασμένη και ‘συ έχεις για παρέα λίγο αλκοόλ, ένα μισοτελειωμένο πακέτο τσιγάρα και μια απουσία. Τη δικιά του.

Μια απουσία που τη στήνεις απέναντι σου κι αρχίζεις να της μιλάς, όπως ποτέ πριν δεν τόλμησες. Την ντύνεις ιδανικά, της φοράς το κουστούμι που θέλεις. Τη γεμίζεις με αντοχές, ώστε ν’ αντέξει στα λόγια σου. Τα λόγια εκείνα, που ποτέ δε βρήκε το κουράγιο ν’ ακούσει,  όταν την είχες μπροστά σου με σάρκα κι οστά. Ή τις λέξεις εκείνες, τις τελευταίες που ξεστόμισες και την τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε να την κάνουν αυτό είναι τώρα. Μια απουσία.

Η απουσία αυτή, ανήκει σ’ εκείνο το πρόσωπο, που κάτι βράδια σαν αυτό, το έχεις απέναντί σου να σε κοιτά εμμονικά και να σε προκαλεί να νιώσεις και το τελευταίο ίχνος συναισθήματος, να ζήσεις και την πιο μικρή ανάμνηση ξανά. Σε προκαλεί να το κοιτάξεις κατάματα και να το κατηγορήσεις για όλα εκείνα που θέλησες κι αποδείχτηκε ανάξιο να σου δώσει. Το ταξίδι που δεν κάνατε, τη βόλτα που δεν πήγατε, την αγκαλιά που σου αρνήθηκε. Για όλα εκείνα τα σχέδια, που δεν πραγματοποιήσατε ποτέ.

Για εκείνην τη δειλία που το χαρακτηρίζει, σαν να ‘ναι το δεύτερο όνομά του και το έκανε να τα βάλει στα πόδια. Για το κακό που σου προξένησε. Για το γεγονός ότι τελικά κατάφερε να σε κάνει να το ερωτευτείς.

Στα πρόσωπα αυτά, τα αερικά, που στοιχειώνουν τις νύχτες σου, που συνεχίζουν να σου κλέβουν τον ύπνο, σαν να τους ανήκουν ακόμη τα βράδια σου, στους ανθρώπους αυτούς που σου στέρησαν την ευκαιρία ή που στην έδωσαν και την πήραν πίσω την επόμενη στιγμή, έχεις πολλά να προσάψεις. Βρισιές και φωνές που δε βρήκαν ποτέ τον αποδέκτη τους. Φαντασιώσεις που δεν άγγιξαν ποτέ την πραγματικότητα. Έρωτες που κώλωσες να εξομολογηθείς.

Ξενύχτησα πολλά βράδια για τη δική μου απουσία. Όπως ακριβώς έκανες και συ για τη δική σου. Αυτό που πονάει, όμως πιο πολύ, είναι ότι τα ξενύχτια που κάναμε για τα πρόσωπα αυτά, τα κάποτε αγαπημένα, τα ίδια δε θα τα μάθουν ποτέ. Δεν θ’ ακούσουν ποτέ τις κουβέντες που τους ψιθύρισες ή τους φώναξες κάποια ξημερώματα. Ίσως να ‘ναι και καλύτερα έτσι.

Εσύ ξενυχτάς. Εσύ κάνεις τον απολογισμό. Εσύ μετράς τα όσα ένιωθες. Εσύ γελάς υστερικά. Εσύ πονάς. Εσύ πνίγεσαι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου. Εσένα δε χωράει ο τόπος. Εκείνος, όμως, ο άνθρωπος που σ’ έφερε σ’ αυτήν την κατάσταση, δεν είναι εκεί. Και δε θα ‘ναι ποτέ ξανά.

Τα μεγαλύτερα ξενύχτια μας τα κάναμε με ανθρώπους που δεν το ξέρουν. Τα κάναμε με τσιγάρα βαριά και θύμισες πονεμένες. Για πρόσωπα που δεν αντέχει πια να κουβαλά το μέσα μας. Τα μεγαλύτερα ξενύχτια μας τα κάναμε παρέα με κάτι απουσίες. Απουσίες που δε θα ξαναγίνουν ποτέ παρουσίες. Όσο κι αν χτυπιόμαστε, όσο κι αν το θέλουμε.

Τα μεγαλύτερα ξενύχτια μας τα κάναμε μόνοι μας. Τα μεγαλύτερα ξενύχτια μας τα κάναμε χτυπώντας κουδούνια κάτι ώρες παράλογες. Τα κάναμε έξω από σπίτια γνώριμα. Περιμένοντας ένα πρόσωπο να φανεί, που τελικά δε φάνηκε.

 

Επιμέλεια κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου