Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Άννα Παπαδοπούλου.

Η Άννα, ένα τυπικό, καθημερινό θα έλεγε κανείς, κορίτσι. Μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο και τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, δυστυχώς, θα την κρατούσαν άλλη μία χρονιά στο χωριό.
Η απογοήτευση και η απελπισία ήταν μόνιμα ζωγραφισμένες στην ψυχή της. Από το πρόσωπό της ήξερε να τις κρύβει καλά, δεν ήθελε να την λυπούνται. Αναρωτιόταν συχνά πώς θα έβγαζε το καλοκαίρι, πώς θα περνούσαν οι μήνες.

Οι ώρες ήταν ατελείωτες και η κάθε μέρα την έριχνε περισσότερο στο βυθό της μοναξιάς. Ο χρόνος ωστόσο κυλούσε και η Άννα είχε πια ρουτινιάσει, ενώ η διαμονή στο χωριό δεν της έδινε ευκαιρίες να ξεχαστεί ή έστω να ξεφύγει από τη κατάθλιψη που άρχισε να την κυριεύει.

‘Ολα αυτά μέχρι τη στιγμή που η Γιώτα, η αδερφή ψυχή της, της ανακοίνωσε πως έχει κλείσει εισιτήρια για ένα τριήμερο στη Σαντορίνη. Δεν μπορούσε να την βλέπει να μαραζώνει, το καλοκαίρι είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του και η Άννα δεν είχε συνέλθει ακόμη. Το ταξίδι αυτό λοιπόν, ήταν ο μόνος τρόπος που της είχε απομείνει για να ξυπνήσει από το λήθαργο τον ζωντανό εαυτό της φίλης της.

Η μέρα της αναχώρησης λοιπόν, έφτασε, ήταν 29 Αυγούστου. Από την προηγούμενη, τα δύο κορίτσια δεν είχαν ύπνο. Η Γιώτα, πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες, είδε τη φίλη της να ενθουσιάζεται για κάτι. Μέχρι τη τελευταία στιγμή έτρεχαν πέρα δώθε στο σπίτι γεμίζοντας τις βαλίτσες τους με τα απαραίτητα ή και τα μη. Η πτήση τους ήταν πρωινή έτσι από το χάραμα ήταν στο αεροδρόμιο, μιλώντας ασταμάτητα για το πώς θα περάσουν και τι θα κάνουν αυτές τις τρεις μέρες.

Η ώρα της επιβίβασης έφτασε. Σε μία ώρα ήταν πλέον στο νησί. Πώς θα μπορούσε, όμως, να χαρακτηρίσει κάποιος δυο δεκαοχτάχρονα κορίτσια που ετοίμασαν ολόκληρο ταξίδι παίρνοντας τα απαραίτητα μόνο χρήματα για τη διαμονή και τη διατροφή τους, χωρίς να υπολογίσουν τα τυχόν μεταφορικά που ίσως προέκυπταν; Έτσι έμειναν στο αεροδρόμιο να είναι σε δίλημμα αν θα ξεκινούσαν με τα πόδια, κι όπου τους βγάλει ή να στερήσουν από τους εαυτούς τους κάτι από τις διακοπές για την μεταφορά τους.

Μία ώρα μετά, προκειμένου φυσικά, να μη στερηθούν κάποια εμπειρία στο νησί διάλεξαν το δύσκολο μονοπάτι. Ξεκίνησαν με τα πόδια, ωστόσο μετά από λίγο σήκωσαν το χέρι και αρκέστηκαν σε auto stop. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ένα αυτοκίνητο με δύο νεαρά παλικάρια σταμάτησε μπροστά τους. «Προς τα πού πάτε κορίτσια;» ,ρώτησε ο Θοδωρής, ο οδηγός. «Μήπως μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;», συμπλήρωσε ο Γιώργος, που καθόταν δίπλα του. Τα κορίτσια ενθουσιασμένα που βρέθηκαν κάποιοι να τις βοηθήσουν και που αυτοί οι κάποιοι ήταν ιδιαίτερα γοητευτικοί ανέφεραν στα αγόρια τον τόπο που θα έμεναν. Μόλις άκουσαν το όνομα έμειναν με το στόμα ανοιχτό καθώς και οι ίδιοι θα νοίκιαζαν στο ίδιο μέρος. Έτσι η τετραμελής παρέα ξεκίνησε για το ξενοδοχείο.

Αφού έφτασαν, μπήκαν στα δωμάτιά τους κι εκεί ξεκίνησε το «βάσανο» της ‘Αννας και του Θοδωρή. Η Γιώτα και ο Γιώργος γρήγορα έδειξαν τη συμπάθεια που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο, αντίθετα ο Θοδωρής που κατάλαβε τη ψυχολογία της Άννας δεν ήταν σχεδόν καθόλου εκδηλωτικός, έτσι έμειναν μόνο στις ματιές και τα σπινθηροβόλα βλέμματα. Αυτή τους η στάση έγινε η αιτία για να δεχτούν τα ειρωνικά σχόλια από τους φίλους τους, που τους πίεζαν με την καλή έννοια φυσικά, να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλο.

‘Εφτασε το απόγευμα και η παρέα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη θάλασσα. Τη διάφορα έκανε φυσικά, η Γιώτα και ξεσήκωσε την ‘Αννα να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο με σκοπό να ετοιμαστούν για τη βραδινή τους έξοδο. Το βράδυ λοιπόν, παρά τις σπόντες και τα υπονοούμενα που εκτοξεύονταν από το ταραχοποιό ζευγάρι που δημιουργήθηκε, τη Γιώτα και τον Γιώργο, τα παιδιά ήταν ακόμη σε σχετικά μακρινή συναισθηματικά απόσταση.

Μετά το πέρας της εξόδου επέστρεψαν στο ξενοδοχείο. Η Γιώτα και ο Γιώργος μόνιμα και σκόπιμα εξαφανισμένοι άφησαν χρόνο στους φίλους τους να γνωριστούν καλύτερα. Τα δύο παιδιά, λοιπόν, έμειναν να συζητούν στο μπαλκόνι για οποιοδήποτε θέμα και να γελούν με τις ιστορίες τους. Η Άννα άρχισε να εκδηλώνεται, δίνοντας το κίνητρο στο Θοδωρή να την πλησιάσει περισσότερο. Η συναισθηματική τους απόσταση είχε μειωθεί σημαντικά εκείνο το βράδυ.

Η επόμενη μέρα ξεκίνησε αργά το μεσημέρι και δικαιολογημένα, αφού η παρέα δεν έκλεισε μάτι παρά μόνο όταν άρχισε να ανατέλλει ο ήλιος. Η μέρα αυτή αφιερώθηκε στην εξερεύνηση του νησιού και στο φαγητό. Τα παιδιά δέθηκαν ακόμα περισσότερο κι άρχισαν να σκέφτονται την ώρα του αποχωρισμού, καθώς τα κορίτσια το επόμενο απόγευμα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ωστόσο το κλίμα έγινε πιο χαρούμενο στη συνέχεια και κράτησε έτσι ως την επιστροφή στο ξενοδοχείο.

Το βράδυ κύλησε ακριβώς όπως και το προηγούμενο, με μόνη διαφορά την επιθυμία του Θοδωρή να δείξει στην Άννα τα συναισθήματα που του προκάλεσε, να είναι ακόμα μεγαλύτερη. Είχε ανάγκη να τα εκφράσει θα περίμενε ωστόσο μέχρι να έρθει το απόγευμα.
Και η Άννα, κι αυτή ακόμα που πριν λίγες μέρες ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι μέσα σε λίγες ώρες βρήκε μια ψυχή που την καταλάβαινε. Ουσιαστικά την είχε κάνει δικιά από το πρώτο βράδυ με τη συζήτηση στο μπαλκόνι αλλά δεν τολμούσε να εκφραστεί.

Το επόμενο πρωί το μόνο που ζητούσαν ήταν θάλασσα. Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν οι ώρες ως το μεσημέρι όπου τα κορίτσια έπρεπε να γυρίσουν και να ετοιμάσουν τα πράγματά τους για την αποχώρηση από το νησί. Η μελαγχολία από την ώρα εκείνη φαινόταν σε κάθε τους κουβέντα. Τα αγόρια, σύνοδοι των κοριτσιών στο αεροδρόμιο ήταν μαζί τους ως τη τελευταία στιγμή.

‘Αγχος κατέβαλε την Άννα πώς θα έφευγε χωρίς να πει αυτά που νιώθει στο Θοδωρή. Είχε μετανιώσει που δεν το έζησε όσο ήταν νωρίς. Αυτός όμως είχε άλλα σχέδια. Λίγη ώρα πριν την επιβίβαση την τράβηξε από το χέρι και την αγκάλιασε ψιθυρίζοντάς της, «Ξέρεις, από καταστάσεις της στιγμής κρίνονται όλα» την έσφιξε στα χέρια του και τη φίλησε, δίνοντάς της την υπόσχεση πως μια μέρα θα ξαναβρεθούν και τότε θα είναι πραγματικά και ολοκληρωτικά μαζί. Αυτή η μικρή και ταυτόχρονα μεγάλη στιγμή χαρακτήρισε και μετέτρεψε το ρουτινιασμένο καλοκαίρι της Άννας στο πιο ερωτικό, ερωτευμένο και ξεχωριστό καλοκαίρι, που θα το θυμόταν για πάντα.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Άννας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!