Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Κατερίνα Ζαφειριάδου.

Μετά από δώδεκα χρόνια μίσους μέσα σε σχολεία που η ψυχή μου τα σιχάθηκε ήμουν πια ελεύθερη. Πόσο ελεύθερος είσαι όμως όταν ζυμώθηκε το είναι σου από χέρια βίαια, όταν κανείς δε σου έμαθε να αγαπάς αληθινά, όταν όλα γύρω σου σε κάνουν να δείχνεις μέτριος και λίγος; Ξεκίνησα την ενήλικη ζωή μου νιώθοντας ανίκανη να αγαπήσω, ένιωθα σαν ένα κούτσουρο που με παρέσερναν τα κύματα και με περιγελούσαν.

Ήμουν ελεύθερη πια, αλλά τι να την κάνεις την ελευθερία χωρίς φίλους; Δε θα μπορούσα να αντέξω να περάσω ένα ακόμη καλοκαίρι  με τους γονείς μου και τους υπόλοιπους βαρετούς συγγενείς. Η μόνη μου επιλογή επομένως ήταν να ακολουθήσω την «παρέα μου» στη Σύρο. Αν και δεν είχα ποτέ πραγματικούς φίλους, από παλιά έκανα παρέα με κάποια παιδιά απ’ το σχολείο κι ενώ πίστευα ότι δε θα τους ξαναδώ ποτέ μου –κάτι που καθόλου δε με στεναχωρούσε- η ζωή με ανάγκασε να πλέω μαζί τους στο Αιγαίο.

Οι μέρες στο νησί περνούσαν όμορφα για μένα. Όλη η παρέα διασκέδαζε, τα βράδια μεθούσαν στα μπιτσόμπαρα, όλο το πρωί κοιμόντουσαν και το μεσημέρι πλατσούριζαν κι έκαναν ηλιοθεραπεία. Εγώ βέβαια δε συμμετείχα σε τίποτα από όλα αυτά. Το βράδυ κοιμόμουν και το πρωί κολυμπούσα στην παγωμένη θάλασσα ή διάβαζα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που είχα φέρει μαζί μου.

Ένα βράδυ η παρέα είχε ανάψει φωτιά και τραγουδούσαν όλοι μαζί καψούρικα τραγούδια, έπιναν μπίρες κι έπαιζαν χαζά παιχνίδια που περιέχουν φιλιά και κουτουπώματα. Εγώ καθόμουν λίγο πιο πέρα και χάζευα τ’ αστέρια όταν ξαφνικά με πλησίασε ο Άρης. Κάθισε ακριβώς από πίσω μου και μου έδωσε μια μπίρα.

«Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας; Άντε πιες λίγο. Ωραία περνάμε δεν βλέπεις;», μου είπε.

«Δε θέλω», απάντησα ξερά.

Εκείνος πήρε τα μαλλιά από την πλάτη μου, τα έφερε στον ώμο μου και άρχισε να φιλάει αργά τον λαιμό μου.

«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα», του είπα.

Εκείνος σηκώθηκε νευριασμένος.

«Απορώ γιατί ήρθες μαζί μας! Ξενέρωτη…» είπε κι έκανε να φύγει αλλά κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω. Άνοιξε την μπίρα που κρατούσε και την έχυσε όλη αργά αργά πάνω στο κεφάλι μου. Μέσα μου έβραζα κι ήθελα τόσο πολύ να τον χτυπήσω αλλά δεν αντέδρασα καθόλου. Από την παρέα ακούστηκαν χαχανίσματα και ψιθυρίσματα. Αλλά ούτε που με ενδιέφερε πλέον.

Το άλλο πρωί κι ενώ όλοι τους κοιμόταν μάζεψα όλα μου τα πράγματα και πήγα στο λιμάνι. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ούτε κι εδώ ήθελα να μείνω. Χωρίς να το σκεφτώ πάρα πολύ μπήκα στο πρώτο πλοίο που είδα μπροστά μου κι έκοψα εισιτήριο για ένα νησί που το όνομά του δεν είχα ξανακούσει ποτέ.

Κατά το μεσημεράκι αποβιβάστηκα σε ένα μικρό λιμανάκι. Το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν ένα μικρό ταβερνάκι, δυο σπιτάκια κι έναν γεράκο να ψαρεύει στον μόλο. Στην παραλία εδώ κι εκεί υπήρχαν δυο τρεις σκηνές. Αφού έμεινα να παρατηρώ για μερικά λεπτά το έρημο τοπίο πλησίασα τον ψαρά.

«Γεια σας», είπα φορώντας το πιο συμπαθητικό μου χαμόγελο.

«Γεια σου κορίτσι μου», απάντησε εκείνος εύθυμα.

«Συγγνώμη, όλο κι όλο το νησί αυτό είναι;»

«Ε  τι, κι άλλο θες;» είπε γελώντας.

Δεν ήθελα να μείνω σ’ αυτή την ερημιά.

«Ξέρετε τι ώρα περνάει το επόμενο καράβι;», ρώτησα.

«Βέβαια, σε μια βδομάδα θα είναι εδώ».

«Σε μια βδομάδα;!», αναφώνησα.

Προσπαθούσα μάταια να σκεφτώ μια λύση στο πρόβλημα που προέκυψε κοιτώντας αμίλητη τον ψαρά. Βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Ήμουν αναγκασμένη να περάσω μια ολόκληρη εβδομάδα παρέα με έναν γέρο ψαρά και μερικούς αγνώστους που κατασκήνωναν στην παραλία. Όταν το χώνεψα τελικά άρχισα μέσα στην απελπισία μου να ψάχνω ένα καλό μέρος για να στήσω την σκηνή μου. Με χίλια ζόρια την σταθεροποίησα δίπλα σε ένα δεντράκι κι ύστερα έκατσα κάτω απ’ την σκιά και απολάμβανα τη μοναξιά μου. Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημα εδώ πέρα. Τουλάχιστον δε θα με ενοχλούσε κανείς για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

Όταν άρχισε να πέφτει ο ήλιος κι ενώ εγώ διάβαζα με ηρεμία το βιβλίο μου είδα μια φιγούρα να με πλησιάζει από μακριά. Ήταν ένας ψηλός νέος, γύρω στα εικοσιπέντε με ένα κεφάλι γεμάτο τζίβες. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου με μια δόση θράσους και με κοιτούσε επίμονα. Το βλέμμα του ήταν τόσο ενοχλητικό που δεν μπόρεσα να μη γυρίσω για να τον κοιτάξω. Τα μάτια του ήταν πράσινα. Ένα πράσινο ανοιχτό που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Τελικά του μίλησα:

«Έχουμε δει κι αλλού κοτσιδάκια φίλε», είπα τραβώντας μια από τις τζίβες του, «δε με εντυπωσιάζεις, κι είσαι απίστευτα ενοχλητικός. Άντε, ξουτ!»

«Ώστε δε σε εντυπωσιάζω, ε; Δεν σε γοητεύουν τα κοτσιδάκια μου. Δίκιο έχεις! Εσύ που είσαι τόσο ξεχωριστή!», είπε φέρνοντας το χέρι του πάνω στο σορτσάκι μου και ψηλαφώντας, «Τόσο ξεχωριστή, μ’ αυτό το τόσο ξεχωριστό σορτσάκι. Αυτό που το φοράνε χιλιάδες άλλα ξεχωριστά κοριτσάκια σαν κι εσένα» και τελειώνοντας την φράση του τράβηξε απότομα το κουμπί μου ξηλώνοντας το και το πέταξε στην θάλασσα.

Μέσα στα νεύρα μου του έριξα μια σφαλιάρα τόσο δυνατή που φοβήθηκα ότι θα έχανε την ψυχραιμία του. Εκείνος γύρισε σοβαρός και με κοίταξε. Γούρλωσε τα μάτια του σαν ψυχοπαθής και πλησίασε αργά τη μούρη τη στο πρόσωπό μου μέχρι που ένιωθα την ανάσα του στο μάγουλό μου. Πραγματικά είχα κοκαλώσει και περίμενα την κίνησή του. Εκείνος έβγαλε την γλώσσα του και έγλειψε αργά το μάγουλό μου. Μετά πετάχτηκε όρθιος κι έφυγε τρέχοντας και γελώντας.

Εγώ είχα ανατριχιάσει από την αηδία και το πρόσωπό μου είχε πάρει μια έκφραση αποστροφής. Δεν μπορούσα πια να διαβάσω το βιβλίο μου κι έτσι έμεινα για ώρες να σκέφτομαι αυτό που μου είπε.

Πραγματικά δεν ήμουν τόσο ξεχωριστή όσο ήθελα να πιστεύω. Σίγουρα θα υπήρχαν πολλά άτομα σαν κι εμένα και σίγουρα θα υπήρχαν πολλά περισσότερα των οποίων οι ζωές είχαν περισσότερο ενδιαφέρον. Ένιωθα τελείως κενή. Ήμουν ένα τίποτα. Και το χειρότερο ήταν ότι μισούσα τον εαυτό μου γι’ αυτό. Οι σκέψεις μου με είχαν παρασύρει και είχε σχεδόν νυχτώσει. Μέσα στα νεύρα μου σηκώθηκα κι άρχισα να σκίζω με μανία τα ρούχα μου. Τα ηλίθια ρούχα μου! Αυτά που τα φορούσαν χιλιάδες ακόμα κοριτσάκια που νόμιζαν πως ήταν ξεχωριστά. Βούτηξα στην θάλασσα που ήταν πια μαύρη και σκοτεινή και δεν έβλεπα τίποτα. Δε με ένοιαζε όμως. Βουτούσα στο νερό και φώναζα. Φώναζα για να με ακούσουν τα ψάρια. Μόνο αυτά ακούνε χωρίς να μιλάνε ποτέ. Έβριζα και καταριόμουν την ζωή μου κι όλους τους ανθρώπους που ήξερα. Τους μισούσα όλους! Όλους!

Κι ενώ βουτούσα στο νερό και χτυπιόμουν σαν τρελή ένιωσα ένα χέρι να με γραπώνει και να με τραβά προς την ακτή. Ήμουν σίγουρη πως ήταν ο ψυχάκιας που γνώρισα το απόγευμα.

«Είσαι τελείως βλαμμένη;» μου είπε ενώ με σώριαζε στην άμμο, «η θάλασσα είναι γεμάτη μέδουσες τη νύχτα. Νόμιζα πως είχες πάθει κάτι!»

Δεν μπορούσα να τον δω καλά μέσα στο σκοτάδι αλλά κάτι έλειπε από την φιγούρα του. Ψηλάφισα το κεφάλι του και έπιασα μόνο μερικές κοντές τούφες άγαρμπα κομμένες. Είχε κόψει όλες τις τζίβες του!

«Τι πήγες κι έκανες;», είπα σιγανά.

«Ξεφορτώθηκα ένα βάρος. Όπως κι εσύ άλλωστε», είπε κοιτάζοντας το γυμνό κορμί μου.

Μείναμε να κοιταζόμαστε κατάματα για μερικές στιγμές κι εκείνος  άρχισε να φιλάει αργά το πρόσωπό μου. Δεν ήξερα πώς ένιωθα, ήταν τόσο περίεργη αυτή η μέρα. Τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν κι εκείνος φιλούσε τα δάκρυά μου.

«Τι θέλεις από μένα; Γιατί παίζεις μαζί μου;», ψιθύρισα «Αφού το ξέρεις πως δεν έχω τίποτα ξεχωριστό.»

«Αν δεν είχες τίποτα ξεχωριστό δε θα ήσουν μόνη σου σ’ αυτό  το ερημονήσι».

«Άσε με καλύτερα. Δε θέλω, δεν μπορώ να ερωτευτώ. Θέλω να είμαι μόνη».

Ήμασταν ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα και γυρίσαμε αντίκρυ ο ένας στον άλλο και κοιταζόμασταν.

«Οι άνθρωποι γεννηθήκαμε για να είμαστε μόνοι», μου είπε, «ο έρωτας δε φτιάχτηκε για να κρατά. Οι πιο μεγάλοι έρωτες είναι αυτοί που δεν τους ζήσαμε ποτέ. Αυτοί που μόνο στην φαντασία μας υπήρξαν. Δε σου υπόσχομαι τίποτα, αλλά σήμερα, αυτή τη στιγμή σ’ αγαπώ για πάντα».

Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Σε λίγο μας πήρε ο ύπνος κάτω από τ’ αστέρια. Γυμνοί και οι δυο πάνω στην άμμο αποκοιμηθήκαμε σαν παιδιά με το κύμα να γαργαλάει τα πόδια μας.

Το άλλο πρωί δεν ήταν εκεί όπως το περίμενα. Δεν ήταν πουθενά στο νησί και άρχισα να νομίζω ότι όλη η χθεσινή ημέρα ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του, κανείς στο νησί δεν το ήξερε.

Μέσα σε μισή μέρα μου σημάδεψε τη ζωή και μέσα από λίγες φράσεις μου έμαθε τι είναι ο έρωτας.

Δεν τον ξαναείδα ποτέ από τότε, μα πάντα ελπίζω πως μια μέρα θα βρω τα ανοιχτοπράσινα μάτια του μέσα στο πλήθος.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.


Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Κατερίνας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!