Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει ο Σήφης Ανωγειανάκης.

Δεν υπάρχει καλοκαίρι σαν κι εκείνο όπου νιώθεις πως έχεις μόλις κλείσει ένα κεφάλαιο της ζωής σου με επιτυχία και που αναμένεις το άνοιγμα ενός άλλου. Είναι τότε που η θερμοκρασία η ψηλή σε κάνει να ιδρώνεις περισσότερο και να ονειρεύεσαι περισσότερο. Είναι τότε που ο ζεστός καλοκαιρινός αέρας περιβάλλει το σχεδόν γυμνό κορμί σου σαν άλλο ενδομήτριο υγρό. Νιώθεις σαν βρέφος λίγο πριν γεννηθεί για να κατακτήσει τον κόσμο. Εντάξει, δεν ξέρω αν όλοι νιώθουν ακριβώς έτσι, έτσι ένιωθα εγώ πάντως εκείνο το καλοκαίρι. Στα μυαλά μου είχε μπει πολύς καυτός αέρας και τα είχε φουσκώσει. Τα είχε ζεστάνει και τα έκανε να ονειροπολούν πυρετικά στριφογυρίζοντας γύρω από φανταστικές εικόνες μελλοντικών μεγαλείων. Και ίσως δικαιολογημένα. 

Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο. Είχα μόλις περάσει στο Πολυτεχνείο. Και όχι απλά είχα περάσει. Είχα περάσει με σειρά. Τρίτος στη Σχολή με την υψηλότερη βάση. Από παιδί μου άρεσε πολύ η μελέτη και ένιωθα πως ήμουνα ήδη ένας ανυστερόβουλος εραστής της επιστήμης. Ο κόσμος καθαρής λογικής είναι πρώτα απ’ όλα πολύ καθαρός και τακτοποιημένος. Και φαίνεται πως ήτανε ό,τι πρέπει για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα. Γιατί ήμουν βλέπεις αυτό που λένε τύπος εγκεφαλικός. Σαν όλο το υπόλοιπο κορμί μου να υπήρχε απλώς για να στηρίζει το κεφάλι μου. Ένα κεφάλι που είχε την τάση να γίνεται βαρύ. Ιδέες και συλλογισμοί• αυτά ήταν η ζωή μου. Αν σταματούσα έστω και μια στιγμή να σκέφτομαι, φοβόμουνα πως κάτι πολύ κακό θα μου συμβεί.

Το αδιάκοπο γύρισμα του μυαλού μου ήτανε για μένα υποχρέωση και καταφυγή. Όταν ήμουνα χαρούμενος, ανέλυα ένα θέμα (οποιοδήποτε) για να ξεδώσω το κέφι μου. Όταν ήμουνα στεναχωρημένος, ανέλυα ένα θέμα για να ξεφύγω από τη στενοχώρια μου. Η σκέψη παντού και πάντα πρώτη. Ο κόσμος γύρω μου δεν υπήρχε παρά για να τον κατανοήσω. 

Καλοκαιράκι λοιπόν ανάμεσα σε σχολείο και σε Πολυτεχνείο. Μετά από επιτυχία στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Υπάρχει πιο χαλαρή, πιο ηδονική περίοδος για έναν νεαρό; Με την παρέα, συμμαθητές από το σχολείο, είχαμε αποφασίσει να ‘ρθούμε για λίγες μέρες στο νησί. Για να περάσουμε ωραία και να μαζέψουμε νέες εμπειρίες. Έτσι λέγανε οι φίλοι μου, έτσι έλεγα κι εγώ. Όμως το πώς ακριβώς το είχα εγώ αυτό το μάζεμα στο μυαλό μου, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Γιατί η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε, στην όποια νέα εμπειρία πάντα με το κεφάλι πρώτα πήγαινα. Σαν να πάλευα πρώτα να την κατανοήσω και μετά να τη ζήσω. Να την κατανοήσω και ας μην τη ζήσω. 

Ήταν λοιπόν ένα καλοκαιρινό πρωινό στο νησί, που καθόμασταν όλη η παρέα και πίναμε καφέ. Πέρασες από εκεί μονάχη σου και έψαχνες να πας στο Κοκκινόδασος. Δεν απηύθυνες την ερώτησή σου προς όλους. Διάλεξες εμένα. Με διάλεξες για να έρθεις να ξυπνήσεις ό,τι μέσα μου ακόμα κοιμότανε. Η ερώτησή σου ήτανε πολύ απλή. Μια φωνή γλυκιά αλλά σταθερή την κουβαλούσε και την πήγαινε στη διεύθυνση που καθόριζε το υπέροχο βλέμμα σου. Σε εμένα. Και το χαμόγελό σου στο τέλος της μεταφοράς, ήτανε ασφαλώς δώρο της υπηρεσίας.

Τραντάχτηκα! Η φύση είχε σπιρουνίσει το άλογό της. Κι εκείνο, άμαθο καθώς ήταν, αντί να κουνηθεί παρέλυσε. Ξαφνικά, η πηγή της φωνής μου στέρεψε. Είχανε μουδιάσει τα πάντα μέσα μου, από το στήθος μέχρι κάτω την κοιλιά. Πώς να σού απαντούσα; Χρειάστηκα μερικά δευτερόλεπτα για μια στοιχειώδη εσωτερική αναδιοργάνωση. Για να καταλάβω τι με ρώταγες και για να συγκεντρώσω λίγο αέρα από τα πνευμόνια μου να τον κάνω φωνή να σού απαντήσω. Μια φωνή αδύναμη, πνιγμένη. Αδύνατο να καταλάβει άνθρωπος το τι σού έλεγα. Περισσότερα θα μπόρεσες να καταλάβεις λίγο αργότερα όταν είχα βρει και λίγη δύναμη για να αρχίσω να κουνώ τα χέρια μου και να σου δείχνω. Αλλά νομίζω πως δεν ήταν αυτό που σε ενδιέφερε περισσότερο πια. Απολάμβανες τη δύναμη της γοητείας σου επάνω μου. Τόσες φορές θα την είχες ήδη δει να ασκείται επάνω σε άλλα αρσενικά, αλλά ποτέ δε χόρταινες αρκετά. Από τα μάτια σου είδα να εκπέμπεται μια νέα λάμψη, διαφορετική.   

Δεν κράτησε ούτε για ένα λεπτό εκείνη η πρώτη μας συνάντηση. Έφυγες και πήγες να βρεις τις φίλες σου στο Κοκκινόδασος. Ένα και μοναδικό λεπτό, που έκανε όμως όλα τα υπόλοιπα λεπτά της ημέρας μου να γυρίζουν σε αυτό για να υποβάλλουν τα σέβη τους και να αναζητούν νόημα. Μια παράξενη χαρά με είχε πλημμυρίσει. Δεν είναι το ό,τι σε σκεφτόμουνα. Όχι, δεν σε σκεφτόμουνα τότε. Ήτανε όμως που κάθε σκέψη μου είχε εσένα για φόντο. Και ήμουνα χαρούμενος γιατί ήξερα πια πως πάνω σε αυτή τη Γη υπάρχουν και ζούνε πλάσματα σαν κι εσένα. Χαιρόμουνα γιατί μέσα στη μακρά ενήλικη ζωή που ανοιγότανε μπροστά μου, θα μπορούσα να ξανασυναντήσω κάποιο. Κάποιο άλλο ίσως. Γιατί εσένα δεν ήξερα πόσο πιθανό ήταν να σε ξανασυναντήσω. 

Κι όμως σε ξανασυνάντησα το ίδιο κιόλας βράδυ. Στην ντισκοτέκ. Ήσουνα και πάλι εσύ που με πλησίασες όταν αντιλήφθηκες την παρουσία μου μέσα στο πλήθος κι αντίκρισες το ίδιο αμήχανο βλέμμα μου. Ένας διάβολος θα έμπαινε μέσα σου και θα σε γαργαλούσε κάθε φορά που αντίκριζες το αμήχανο βλέμμα ενός νόστιμου άβγαλτου αγοριού που είχε υποκύψει στη γοητεία σου. Σε γέμιζε με ενέργεια το διαβολικό γαργάλημα και σε έκανε να φαίνεσαι πανίσχυρη. Πανίσχυρη, και άρα ακόμα πιο γοητευτική. Δε μίλησες, μοναχά άρχισες να χορεύεις δίπλα μου και να με κοιτάς. Άρχισα κι εγώ να λικνίζομαι στον ρυθμό της μουσικής. Γέλασες. 
 
– Πώς χορεύεις έτσι καλέ; Δεν έχεις ξαναχορέψει με κοπέλα; Κάτσε να σου δείξω. 
 
Πήρες τα χέρια μου και τα τοποθέτησες γύρω από τη μέση σου. Μετά τύλιξες τα δικά σου γύρω από τον λαιμό μου. Άραγε καταλάβαινες τι έκανες; Εσύ δηλαδή μάλλον θα καταλάβαινες. Εγώ ήμουν αυτός που είχα χάσει την μπάλα. Είπαμε• μέσα σε κάθε νέα εμπειρία, εγώ με το κεφάλι πρώτα βουτούσα. Ήθελα να καταλαβαίνω, δηλαδή να νομίζω πως καταλαβαίνω, δηλαδή να νομίζω πως έχω τον έλεγχο. Τον έλεγχο του εαυτού μου και του οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μου. Κι εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως δεν είχα κανέναν έλεγχο. Το μυαλό μου είχε παραλύσει. Ο υπόλοιπος εαυτός μου είχε στασιάσει απέναντι στον αφέντη του.

Τα χέρια μου γύρω από τη λεπτή σου μέση μαντεύανε διστακτικά τη σφριγηλότητα του κορμού σου. Τα στήθη σου γέμιζαν το κενό που άφηνε η δειλή χαλαρή αγκαλιά μου και κατάφερναν να με φτάνουν όσο μακρυά σου κι αν πάλευα να κρατηθώ. Μαστιγιές δεχότανε το δέρμα της ψυχή μου και κοκκίνιζε από τα μακρυά μαλλιά σου που κάθε τόσο τα τίναζες να φύγουν απ’ τη μέση. Και η μυρωδιά σου. Κάμποση θάλασσα είχε μείνει πάνω σου από το μεσημεριανό μπάνιο. Αναδυόταν από τη θέρμη του κορμιού σου ανακατεμένη με τη ζεστή αναπνοή σου και την μπύρα που είχες πιει. Μυρωδιά ανθρώπινη. Όχι ουράνια, αλλά απόλυτα γήινη. Που με έδενε χειροπόδαρα και με πίσω στην πραγματική μου φύση. 

Έτσι σαν δεμένο χειροπόδαρα με τράβηξες έξω από το μαγαζί. Με τραβούσες μόνο από το χέρι απαλά. Ήτανε όμως σαν να με βγάζανε σηκωτό 5-6 φουσκωτοί. Σαν υπνωτισμένος σε ακολουθούσα. Το μόνο που κατάφερα να κάνω πριν φύγουμε ήταν να γυρίσω να κοιτάξω τον στενό μου φίλο. Να τον δω να μου χαμογελά δαιμονικά και να μου κλείνει το μάτι. Μόλις αφήσαμε πίσω την βουή και τα πολλά τα φώτα, όρμησες επάνω μου, κόλλησες σφιχτά το κορμί σου πάνω στο δικό μου και άρχισες να με φιλάς. Ήμασταν μονάχοι οι δυο μας πια και αυτό εκμηδένισε τα όποια εμπόδια που είχαν απομείνει για να συντονιστεί πλήρως η δική σου θηλυκή θέλησή με την δική μου την αγορίστικη. Να συντονιστεί μαζί της και από αγορίστικη να την μεταμορφώσει σε ανδρική. 

Πήγαμε στην παραλία, σε ένα μέρος απόμερο φωτισμένο μοναχά από το φεγγάρι και τα άστρα. Εκεί, η αμμουδιά έγινε το νυχτερινό μας κρεβάτι για όλο το επόμενο δεκαήμερο. Μαζί περνούσαμε και τα πρωινά. Γνώρισες τους φίλους μου, κι εγώ τις φίλες σου. Από δυο παρέες γίναμε μία. Η αμηχανία μου μαζί σου δεν είχε φύγει εντελώς. Επανερχόταν όταν ήμασταν μαζί με τους άλλους. Μόνο τότε. Ένιωθα μια πρωτόγνωρη περηφάνια που σε είχα στο πλάι μου. Περηφάνια για την εύθυμη γοητεία σου και για κάθε χιλιοστό του κορμιού σου. Του τόσο ποθητού κορμιού που είχε πια εμένα για κύριό του. Μια περηφάνια τόσο μεγάλη που μερικές φορές δυσκολευότανε να την αντέξει η δειλή μου ψυχή. Φοβόταν κάποια ακαθόριστη απειλή. Από τον φθόνο των άλλων ίσως ή και της ίδιας της μοίρας για το καταπληκτικό που μου συνέβαινε στη ζωή πρώτη φορά. 

Δέκα υπέροχα μεθυσμένες ημέρες. Την ενδεκάτη εξαφανίστηκες. Σε έψαχνα όλη τη μέρα, αλλά κανένας δεν ήξερε που ήσουνα. Το βράδυ όμως σε βρήκα. Στη ντισκοτέκ και πάλι. Στην αγκαλιά ενός άλλου. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξη. Μόνο τα βλέμματά μας συναντήθηκαν κάποια στιγμή. Τότε, από τα μάτια σου, μια λάμψη ξεπήδησε και πάλι. Μια λάμψη σαν κι εκείνη την πρώτη δέκα μέρες πριν. Χαμογέλασες πονηρά και τυλίχτηκες επάνω του ακόμα πιο σφιχτά.   

Έκανα για μέρες να φάω και να κοιμηθώ. Πόνεσα. Τώρα όμως, μετά από τόσα χρόνια, θέλω να σε ευχαριστήσω. Γιατί μου έμαθες πως ο Παράδεισος δεν είναι απροσπέλαστος. Δε βρίσκεται μακρυά σε σφαίρες ουράνιες. Γιατί μου έμαθες πως και η Κόλαση αντέχεται, αρκεί να εμβολιαστεί κανείς έγκαιρα γκρεμίζοντας τις αυταπάτες του.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Σήφη και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!