Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Αναστασία Μωραΐτη.

 

Ήταν αρχές Ιουνίου, η ώρα κόντευε επτά το απόγευμα και ο Άλεξ παρατηρούσε τα φουντωμένα δέντρα και τα καταπράσινα χωράφια μέσα απ’το λεωφορείο για το σπίτι. Δεν έκανε ακριβώς ζέστη. Ο καιρός ήταν ψυχρός και ψιλόβρεχε. Συνηθισμένο για τα Ιωάννινα. Τα σύννεφα κρέμονταν βαριά απ’τους λόφους. Το βλέμμα του σταματημένο στο μπροστινό κάθισμα πνιγόταν στη σιωπή. Πώς να λησμονήσεις την έλξη εκείνη; Πώς να αρνηθείς ότι μιλούσε σαν να με ήξερε χρόνια και ότι είχε καλοσυνάτους τρόπους;

Όταν έφτασε είχε πλέον βραδιάσει. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα γρήγορα βήματα περαστικών που ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την πόλη για τις διακοπές τους. Κάτι σαν ευωδιά λευκής σοκολάτας κατευθυνόταν μεμιάς στα κουρασμένα του ρουθούνια και ανέμενε στο κατώφλι χωρίς να την έχει γευτεί. Στο σπίτι είχα ετοιμάσει γλυκό και είχα βάλει να παίζει δυνατά στο laptop το “The river flows in you”. Οι νότες του πιάνου κυλούσαν από την κάμαρη μέχρι το καθιστικό. Η πόρτα του σαλονιού ανοίγει και δύο ευτυχισμένα χέρια τεντώνονται στον ώμο μου.Ο Άλεξ. Με ατένισε σε απόσταση αναπνοής, με πήρε αγκαλιά. Μου κράτησε το χέρι και μου χαμογελούσε καθώς τα μάτια του έλαμπαν με ένα βάθος έρωτα και αβύσσου μαζί.

-Ει, πώς είσαι. Σε θέλω για μένα.
-Πέρασε, κάθισε για ένα γλυκό.

Ξανακοιταχτήκαμε. Τα πόδια και τα χέρια του ήταν παράλυτα από κούραση και μια νότα θλίψης του χάιδευε το πρόσωπο. Τα μάτια του πρησμένα αφού δεν κοιμήθηκε καθόλου στο λεωφορείο. Του πρότεινα να πάμε κάπου για φαγητό μιας και είχε καιρό να με δει, αλλά θα επιστρέφαμε νωρίς στο σπίτι. Αποφασίσαμε να πάρουμε δύο τυλιχτές πίτες στο χέρι και να κατέβουμε μια βόλτα στη λίμνη. Είχε μια όμορφη φωτεινή νύχτα. Ήταν η ίδια αδιάφορη καλοκαιρινή νύχτα μέχρι που το φλογισμένο του πρόσωπο ακούμπησε παθιασμένα το λευκό μου λαιμό.

Τα ονειρεμένα του μάτια φαίνονταν ακόμα πιο μπλε, ένα βαθύ αφιλόξενο μπλε που με παρέσερνε. Όμως μου έγνεψε χαμογελώντας με μάγουλα ξαναμμένα, ενώ εγώ καθώς με είχε αγκαλιάσει, κάνοντας μια παράδοξη κίνηση, του άρπαξα τη μέση. Η κίνηση αυτή τον αφόπλισε κάνοντας τον να τρέμει σύγκορμος. Το στήθος του σταμάτησε να κουνιέται.Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Μου έδωσε ένα ζεστό φιλί στο στόμα και μου ψιθύρισε στο αυτί να πάμε σπίτι. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σταθερά σε ένα σημείο της λίμνης. Οι βάρκες λικνίζονταν ελαφρά. Έπειτα με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά πάνω του νιώθοντας το χέρι του να διαπερνά τη μέση μου και μετά όλο μου το πόδι. Δεν υποχώρησα. Νύχτωσε.

Σπίτι κοιμηθήκαμε στο δωμάτιό μου. Κόκκινη, πράσινη, κίτρινη, ή ασπρόμαυρη. Μια νύχτα ονείρων ήταν η χθεσινή. Ξύπνησα και τον είδα να ψάχνει την τσέπη της βερμούδας του. Ο Άλεξ χαμήλωσε το φως κλείνοντας την πόρτα του δωματίου μου. Ακούω την εξώπορτα και ένα μικρό σκληρό τσαλακωμένο χαρτάκι. Χάιδευε το χαρτάκι, τα όρθια μικρά γράμματα. Μόλις σηκώθηκα και το βρήκα, ο Άλεξ δεν ήταν πια εκεί. Αναστέναξα. Το ήμερο πρόσωπό μου άρχισε σιγά σιγά να φλέγεται μέσα στο μεσημέρι σαν καταπόρφυρο λουλούδι. Είχα στο νου μου να του φτιάξω μακαρόνια με κιμά για μεσημεριανό, όμως τελικά παράτησα το φαγητό. Ήταν μια αλλόκοτη μέρα. Ανήσυχη. Ένα αλλιώτικο συναίσθημα με κατέβαλλε από τη μέρα που τον είδα.
Αγανάκτηση, πόνος, ντροπή και άλλα συναισθήματα μπορούσα να αναπολήσω ότι περιέγραφαν το πόθο μου εκείνη τη μέρα.

-Μαρία, η ζωή μας χωρίζει. Μας μένει μόνο μια αχνή θύμηση και ο χρόνος θρέφει τις πληγές μας, είπα στη φίλη μου μια μέρα που ήρθε για καφέ στο σπίτι μου.
-Γιατί ξεκόψατε; Δε θα τα ξαναβρείτε; Όλος αυτός ο καιρός; Tι σκέφτηκες;
-Πριν φύγει, ένιωσα το φιλί του σαν μια απόφαση. Μια συνείδηση άδειου μετά από ένα σύννεφο κουβέντες. Είχα ακούσει να μου λέει ότι είμαι γυναίκα που αγαπιέται και ότι δεν αγαπώ. Αν ξεσκάλιζα τις λεπτομέρειες, ίσως ερχόταν στο μυαλό μου η φράση: «Χαμένος καιρός». Η ιστορία μας τελειώνει.
-Ωχ! Πέρασε η ώρα! Πρέπει να φύγω! Έχω κανονίσει κάτι. Τα λέμε. Να προσέχεις γλυκούλα μου. Και να θυμάσαι αυτό που θα σου πω. Δεν αξίζει να σκέφτεσαι τις όμορφες στιγμές που μου είπες και να μελαγχολείς. Οι αποφάσεις της ζωής μας θέλουν σκέψη και σοβαρότητα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι να κάνεις το σωστό από εδώ και στο εξής.

Άνοιξα διάπλατα την πόρτα και την αποχαιρέτησα. Έμπαινε κρύος αέρας από έξω. Παρ’όλα αυτά, το κλίμα στο σπίτι ήταν βουβό. Ξαφνικά ακούγεται ένας ήχος από το κινητό μου. Ήταν ένα μήνυμα. «Δεν είναι σωστό να έρθω πάλι πάνω. Πάντως χάρηκα που γνωριστήκαμε. Να περνάς καλά!» Από ποιον; Δε χρειάστηκε να απαντήσω. Είναι καλοκαίρι, αγάπη μου. Φιλάκια Άλεξ. Πάω διακοπές. Φιλάκια Γιάννενα. Λυπημένη ή χαρούμενη τραγουδούσα: «Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο έχεις ξεχάσει πού ακριβώς θες να πας. Όσα και αν έχω δανεικά πια δε σου δίνω να κάνεις βόλτες με το magic bus».

Ακόμα είχα το σημάδι απ’το γλυκό φιλί του στον ώμο μου. Από την άλλη όμως, ο καιρός περνάει και αν ακόμα οι στιγμές αυτές μένουν ακόμα χαραγμένες στη μνήμη δε μας επηρεάζουν. Είναι μόνο καλοκαιρινές αναπολήσεις. Ας πούμε ότι δεν είχαμε αρκετό χρόνο να πούμε όσα θέλαμε ή ότι δε σταματήσαμε να μην ξεφεύγουμε από τα λάθη μας. Σαν να ήμαστε χαλασμένα τρένα. Αν κάτι ψάχνω, αναζητώ ό,τι μου ανήκει, όχι απόθεμα. Αποδέχτηκα αυτό που έχω μέσα μου, κι αφέθηκα. Για εμάς ονειρεύτηκα. Μα είμαι καλά όσο θυμάμαι. Love hurts! Bye. Maybe next time it will be better. Τέλος. Ciao.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Αναστασίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!