Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Αλίκη Ραφαηλίς Χαλκιαδάκη.
Η Χριστιάνα από τη πλώρη του πλοίου παρατηρούσε το πανέμορφο νησί που απλωνόταν μπροστά τους, ανυπομονώντας να κολυμπήσει στις κρυστάλλινες θάλασσές του, τις οποίες τους τελευταίους μήνες θαύμαζε μόνο μέσω internet. Εκείνη, ο Γιώργος, ο Δημήτρης και η Ελένη θα περνούσαν μαζί εκείνη την Αυγουστιάτικη εβδομάδα στη μαγευτική Ρόδο. Η Χριστιάνα, απόφοιτη Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε σχέση εδώ και πέντε χρόνια με το Γιώργο, μεγαλύτερό της κατά τρία έτη.
Το βλέμμα της, όμως, καρφωνόταν ασυναίσθητα σε δύο άλλα μάτια δίπλα της που άλλοτε τη κοιτούσαν όλο νόημα και άλλοτε την απέφευγαν ρίχνοντας επάνω τους το πέπλο της ντροπής. Αυτά τα μάτια ήταν διαφορετικά από εκείνα που συνήθιζε να κοιτά τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά ταυτόχρονα τόσο γνώριμα, αφού τόσο καιρό ακριβώς γνώριζε και τον άλλον άντρα.
Κάθε φορά που βρισκόταν σε κοινή παρέα μαζί του γοητευόταν τόσο πολύ από τις συζητήσεις τους που δεν ένιωθε ούτε τη παραμικρή πλήξη, ούτε μία τόσο δα μικρή επιθυμία να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Υπήρχε μία μοναδική χημεία, κάτι που εκείνη ερμήνευε παλιότερα ως φιλία. Αυτή η λέξη ήταν η άμυνα που έβαζε στοπ στα συναισθήματα που είχαν αρχίσει να ξυπνάνε μέσα της. Ήταν μέγα λάθος και το ήξερε.
Αλλά τα λάθη είναι για να γίνονται.
Ένας μήνας πριν το ταξίδι και η Χριστιάνα βρισκόταν με το αυτοκίνητο σταματημένη σ’ ένα στενό λίγο πιο κάτω από το σπίτι του Γιώργου. Είχε μόλις τσακωθεί μαζί του, καθημερινή συνήθεια πλέον. Άναψε ένα τσιγάρο και έγειρε πίσω το κεφάλι της, ενώ με το ένα της χέρι σκούπισε ένα δάκρυ που έτρεξε από τα μάτια της. Ξαφνικά, μία φωνή την τρόμαξε. Ο Δημήτρης στεκόταν στο παράθυρο ακριβώς δίπλα της και πριν καλά καλά το καταλάβει είχε ήδη καθίσει στη θέση του συνοδηγού. ‘’Τι έπαθες;’’ τη ρώτησε τρομαγμένος.
Πώς να εξηγούσε σ’ έναν από τους καλύτερους φίλους του αγοριού της πόσο απογοητευμένη αισθανόταν από τον άνθρωπο που είχε μέχρι τώρα δίπλα της; Πόσο κουρασμένη ένιωθε να είναι η μόνη από τους δύο που προσπαθεί πραγματικά να λύσει τα προβλήματα που τσαλακώνουν τη σχέση τους;
Εκείνη τη νύχτα έμειναν στο αμάξι αρκετή ώρα συζητώντας για τους ανθρώπους, τις υποχωρήσεις, την αγάπη: πόση τελικά πρέπει να χαρίζεις και πόση να κρατάς για ν’ αγαπάς αρκετά εσένα. Και όταν καμιά φορά την έπιαναν τα κλάματα, η ζεστή αγκαλιά του βρισκόταν εκεί, όχι με την ελπίδα πως θα γίνει δικιά του, αλλά επειδή νοιαζόταν πραγματικά για τη κοπέλα που βρισκόταν δίπλα του.
Οι συναντήσεις στο αυτοκίνητο μετά τους τσακωμούς της με το Γιώργο, κατέληξαν σύντομα σε καφέδες με το θέμα συζήτησης να γίνεται όλο και πιο γενικό, μαθαίνοντας όλο και περισσότερα ο ένας για τον άλλον και τη ζωή του, ακόμα και πράγματα που δεν είχαν τολμήσει ποτέ να παραδεχτούν για τον ίδιο τους τον εαυτό προηγουμένως. Το μόνο που δίσταζαν να ομολογήσουν ήταν δύο λέξεις: Σε θέλω.
Η Χριστιάνα σκεφτόταν να χωρίσει. Από τη μία πλευρά, ένιωθε πως ο Γιώργος δεν έκανε καμία προσπάθεια να σώσει την ήδη φθαρμένη σχέση τους και από την άλλη δε μπορούσε να διώξει από το μυαλό της το Δημήτρη. Μία μέρα και χωρίς να το αναμένει, ο Γιώργος μετανιωμένος και φανερά λυπημένος πρότεινε το ταξίδι στη Ρόδο. Θα είχαν την ευκαιρία, όπως είπε, να αναθερμάνουν τη σχέση τους και να κάνουν διακοπές όλοι μαζί μιας και η κοπέλα του Δημήτρη, η Ελένη, τελειόφοιτη στην Αθήνα, ήταν Ροδίτισσα και βρισκόταν ήδη εκεί για το καλοκαίρι.
Λύγισε. Πόση δειλία έκρυβε μέσα της.
Η Χριστιάνα αποφάσισε τελικά να δώσει μία ακόμα ευκαιρία στη σχέση της, της οποίας η μοίρα θα κρινόταν από το ταξίδι που τους περίμενε. Επέλεξε να μην αντικρίσει το Δημήτρη μία ολόκληρη εβδομάδα, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό. Ένα μεταμεσονύχτιο μήνυμά του, όμως, διαφορετικό απ’ όλα τ’ άλλα, τη παραμονή του ταξιδιού, κατάφερε να ταράξει όλες τις σκέψεις της.
«Θέλω να σου μιλήσω. Κατεβαίνεις;»
«Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο;»
«Είμαι ήδη κάτω από το σπίτι σου.»
Ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά από το παράθυρο τον είδε. Ήταν εκεί πάνω στη μηχανή του και τη περίμενε με το βλέμμα εκείνο που δεν επέτρεπε στη Χριστιάνα να αντισταθεί. Δίχως δεύτερη σκέψη, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Αφού έφτασαν σ’ ένα σημείο όπου μπροστά τους απλωνόταν όλη η Αθήνα, έμειναν πολλά λεπτά σιωπηλοί δίχως να κοιτάζονται.
«Ξέρεις, μου είναι πολύ δύσκολο… » ξεστόμισε κάποια στιγμή εκείνος και σταμάτησε πάλι.
Ησυχία. Κι άλλο τσιγάρο.
Η Χριστιάνα είχε καταλάβει. Και ενώ μέσα της ένιωθε το ίδιο, οι τύψεις άρχισαν να φουντώνουν γιατί τώρα πια ήξερε πως ήταν αμοιβαίο. Ήταν λάθος να πληγώσει ένα άτομο που πέρασε μαζί του πέντε χρόνια από τη ζωή της και μάλιστα με αυτό το τρόπο. Το ίδιο αισθανόταν και αυτός.
«Νομίζω ότι δε χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο.» του είπε.
Εκείνος πέταξε το τσιγάρο του στο δρόμο με ένα ίχνος θυμού και έβαλε μπρος τη μηχανή.
Είχαν περάσει κιόλας τέσσερις μέρες από την άφιξή τους στο νησί και τα βλέμματα έδιναν και έπαιρναν μεταξύ τους. Κανείς, όμως, δε τολμούσε να κάνει αυτό που πραγματικά ένιωθε. Εκείνη τη στιγμή καθόταν απέναντί του, στη παραλία Άντονι Κουίν, τόσο κοντά του, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά, να την αγκαλιάζει άλλος, να τον αγγίζει άλλη.
Σηκώθηκε από την άμμο νευρικά και κατευθύνθηκε προς τα πεντακάθαρα νερά, θέλοντας να καθαρίσει λίγο το μυαλό της. Με ένα μακροβούτι βρέθηκε για μερικά δευτερόλεπτα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Με το που ανέβηκε στην επιφάνεια, συνάντησε τα μάτια του. Την είχε ακολουθήσει. Οι βράχοι της παραλίας, συνένοχοι σ’ αυτό το λάθος, είχαν φροντίσει να τους κρύψουν καλά από τα υπόλοιπα βλέμματα.
Την πήρε από το χέρι και την ακούμπησε πάνω του σε απόσταση αναπνοής, ενώ βρέχονταν από τη θάλασσα. Τα χείλη τους σχεδόν αγγίζονταν, όταν της ψιθύρισε: «Ξέρεις… Μου είναι πολύ δύσκολο να σε χάσω.» Του χαμογέλασε και εκείνος την αγκάλιασε τόσο δυνατά, όσο ποτέ. Εκείνη γύρισε ξαφνικά, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο, τον φίλησε.
Ενώ επέστρεψαν γρήγορα πίσω για να μη κινήσουν υποψίες, η γεύση του ενός παρέμενε αναλλοίωτη στο μυαλό του άλλου. Πίσω στο ξενοδοχείο της φαινόταν σαν όνειρο ό, τι έζησε εκείνο το μεσημέρι στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Τόσο απρόσμενο, τόσο σύντομο, τόσο μαγικό. Δε μπορούσε να σκέφτεται το φιλί του Δημήτρη για όλη την υπόλοιπη μέρα και ταυτόχρονα να κοιμάται με κάποιον άλλον στο πλευρό της. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος και μάλιστα εδώ και τώρα.
Χωρίς κανένα δισταγμό πήρε τη βαλίτσα της κι έφυγε. Δεν την ένοιαζε τίποτα, αρκεί να είναι μαζί του.
Την περίμενε σε μία από τις πύλες της παλιάς πόλης. Μόλις τον αντίκρισε, έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
«Πού ήσουνα τόσο καιρό;» του ψιθύρισε γλυκά στο αυτί.
«Δίπλα σου, αλλά δε με κοιτούσες.»
Την πήρε από το χέρι και την οδηγούσε στα γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης. Ενώ περπατούσαν στα μισοσκότεινα δρομάκια, σταμάτησε το βήμα του ξαφνικά. «Χώρισα» της ανακοίνωσε και συνέχισε: «Αυτό που κάνω στο Γιώργο δε θα το έκανα για την οποιαδήποτε. Μου είναι, όμως, αδύνατο να βάλω φρένο σ’ αυτά που νιώθω για ‘σένα.»
Εκείνη ακούμπησε σκεπτική στο τοίχο πίσω της και έβαλε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Ο δρόμος θα είναι μακρύς. Δε θέλω να σου κοστίσει.»
«Είσαι το μεγαλύτερό μου ρίσκο’», της ομολόγησε και τη φίλησε με πάθος.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Αλίκης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!