Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Αναστασία Βουμβουράκη.

Αν με ρωτούσες πριν ένα χρόνο ποια είναι η αγαπημένη μου εποχή, θα σου έλεγα η άνοιξη. Την αγαπώ την άνοιξη, γιατί βγάζει αισιοδοξία. Την περίμενα πώς και πώς κάθε χρόνο, και όταν ήταν έτοιμη να υποδεχτεί το καλοκαίρι μόνο στεναχώρια μου έφερνε. Κάποιες φορές όμως καλό είναι να μη λες δυνατά τις σκέψεις σου, γιατί γελάει ο κόσμος…

Κάποια χρόνια πριν, μήνας Αύγουστος, βγήκα με την παρέα μου για ένα ποτό στο γνωστό καλοκαιρινό μας στέκι. Είχαμε μόλις τελειώσει τις πανελλήνιες και το μόνο που είχαμε στο μυαλό μας ήταν η καλοπέραση, για τις βάσεις ούτε λόγος. Στην παρέα μας ήρθε και κάθισε ένας ακόμα γνωστός ενός φίλου. Ήταν φοιτητής τότε στην πόλη μας και μοιράστηκε μαζί μας πολλές από τις όμορφες φοιτητικές του εμπειρίες. Όπως ήταν αναμενόμενο, μας κέρδισε από την πρώτη κιόλας ιστορία του και, από την κουβέντα αυτή και έπειτα, ήμασταν με ένα τεράστιο χαμόγελο για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Όταν μετά από πολλές ώρες συζήτησης αποφασίσαμε να σηκωθούμε από το τραπέζι, συνειδητοποιήσαμε ότι το σπίτι του ήταν στην ίδια γειτονιά με το πατρικό μου. Έτσι, αποφασίσαμε να περπατήσουμε παρέα μέχρι εκεί. Αποχαιρετήσαμε λοιπόν τους υπόλοιπους και αρχίσαμε να παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.

Μιλήσαμε αρκετά για τις σπουδές, τα ενδιαφέροντά μας, ακόμα για τα πιο προσωπικά μας θέματα. Η προσωπικότητά του με ενθουσίασε. Οι απόψεις του ήταν ξεκάθαρες και ώριμες και ό,τι ένιωθε το ένιωθε στον υπερθετικό του βαθμό. Είχα καιρό να συναντήσω τέτοια περίπτωση ανθρώπου.

Η συζήτηση πήγε παραπέρα και οι ώρες περνούσαν ευχάριστα, μέχρι που άρχισε να ξημερώνει. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον, είπαμε καληνύχτα με ένα φιλί στο μάγουλο και ανέβηκα τις σκάλες τους σπιτιού ενώ αυτός απομακρυνόταν. Ήταν από τις πιο όμορφες βραδιές εκείνου του καλοκαιριού. Ακολούθησαν κάποια βράδια ακόμα που έτυχε και βρεθήκαμε στην ίδια παρέα ξανά. Δεν άργησαν όμως να έρθουν και τα αποτελέσματα των εξετάσεων, και εμένα η επόμενη χρονιά με βρήκε στην Κρήτη και αυτόν να παλεύει να πάρει το πτυχίο. Κάπως έτσι, πέρασαν τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου και έφτασε το περσινό καλοκαίρι, όπου συναντηθήκαμε τυχαία, στο ίδιο στέκι, με την ίδια παρέα. Καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Μόλις μας κατάλαβε ήρθε κατευθείαν και μας χαιρέτησε έναν έναν, αφήνοντας εμένα για το τέλος. Έρχεται δίπλα μου και με ένα φιλί στο μάγουλο μου ψιθυρίζει «σε πήρε η Κρήτη μακριά και μας ξέχασες».

Η απάντηση όμως ήταν ήδη έτοιμη και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το παράπονό του, απαντάω «και εσένα η Πορτογαλία αν πληροφορήθηκα σωστά». Αγνοώντας τα λόγια μου είπε «έχω όρεξη να δω την ανατολή του ηλίου, πες μου πέντε λεπτά πριν φύγεις να γυρίσουμε μαζί».

Έτσι κι έγινε. Περπατήσαμε μαζί μέχρι το σπίτι μου. Βέβαια αυτός δεν έμενε πλέον εκεί. Τον φιλοξενούσε ένας παλιός συμφοιτητής του, ο οποίος έμενε στην άλλη άκρη της πόλης. Δε με άφησε όμως να το μάθω πριν φτάσουμε στο σπίτι, γιατί ήξερε πως δε θα συμφωνούσα στο να περπατήσει μαζί μου. Ναι, το ξέρω, να σας συστήσω την ξεροκεφαλιά μου!

Πήρε πτυχίο μόλις τελείωσα το πρώτο έτος σπουδών μου και έφυγε για σπουδές στην Λισαβόνα. Έκτοτε, η Ελλάδα τον βλέπει μόνο 2 μήνες το χρόνο. Μου μίλησε για τη ζωή του, για τις παρέες του, για τη δουλειά του. Η συζήτηση δεν άργησε να φτάσει στο καλοκαίρι που γνωριστήκαμε και στο ότι προτίμησε να μην κάνει κίνηση, ακόμα κι αν το ήθελε πολύ. Ήθελε να με αφήσει να απολαύσω τα φοιτητικά μου χρόνια ξέγνοιαστα, όπως αυτός, κι αν τελικά έπρεπε να γίνει αλλιώς θα το καταλάβαινε μόλις με ξαναέβλεπε.

Πριν προλάβω όμως να αντιδράσω και να ρωτήσω πώς αισθάνεται τώρα, με φίλησε. Όλα κύλισαν λες και δούλευε αυτή μας τη συνάντηση καιρό τώρα. Δεν ήμουν έτοιμη. Πότε ήμουν άλλωστε; Μια ζωή θυμάμαι να τρέχω μακριά από την ευτυχία και να κάνω μόνο βήματα πίσω. Έφτανα σε απόσταση αναπνοής, έπαιρνα μια μικρή γεύση και χανόμουν πάλι. Λες και περίμενα κάτι άλλο στη θέση του. Κι όταν τελικά πίστεψα σε έναν άνθρωπο, σε αυτό τον άνθρωπο, και τότε είχα προσπαθήσει να τρέξω. Αλλά, όσο το άφηνε κι αυτός, άλλο τόσο έλεγα ότι έπραξα σωστά.

Αλλά είχε κότσια τελικά ο τύπος! Γιατί αρνιόταν να μ’ αφήσει να φύγω, παρά τις υπερπροσπάθειές μου. Λες και τον έλκυε η παραξενιά μου. Λες και ήθελε να αποδείξει κάτι. Λες και ήθελε να μου αποδείξει ότι μπορεί να υπάρξει αλήθεια μέσα στο χάος της εποχής αυτής, ότι μπορεί να υπάρξει συναίσθημα. Δεν είναι όλα μαύρα και άσπρα, υπάρχει και το γκρι. Κι εγώ έπρεπε να το ξέρω καλύτερα από όλους, αλλά βλέπεις δεν είχε βρεθεί άλλος πριν να μου το δώσει να το καταλάβω.

Ήξερα πως σύντομα θα τελείωνε και δε θα μας δινόταν άλλη ευκαιρία. Όλα μέσα μου φώναζαν «ζήστο!» και εγώ ψιθύριζα πως είναι όλοι κι όλοι 2 μήνες, δε θα υπάρξει παραπάνω. Γιατί λοιπόν να μπω στην διαδικασία αφού από την αρχή υπάρχει ημερομηνία λήξης; Περίμενε σιωπηλός την αντίδρασή μου. Όταν τελικά κατάλαβε τι ήταν αυτό που σκεφτόμουν, με πήρε από το χέρι και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Και ήταν από τις λίγες αγκαλιές που φώναζαν ειλικρίνεια. Ένιωσα την καρδιά του να είναι έτοιμη να σπάσει, και τότε ήξερα πως ανήκω εκεί, σε εκείνη την αγκαλιά. Κι ας την έχω μόνο για κάποιους μήνες, κι ας χαθεί έπειτα για καιρό. Αυτά που με έκανε να αισθανθώ μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, αξίζουν όλα τα λεπτά, τις ώρες και τις ημέρες του καλοκαιριού εκείνου και σκόπευα να τα δώσω. Το καλοκαίρι εκείνο ήταν όπως ήταν και η πρώτη μέρα μαζί του. Υπέροχο. Ήταν αληθινός. Δε μου έδωσε λόγο να τον αμφισβητήσω ούτε στιγμή. Μα το σημαντικότερο είναι πως δε με έφθειρε.

«Πού ήσουν όλο αυτόν τον καιρό;», τον ρώτησα ένα βράδυ.

«Εγώ εδώ ήμουν, εσύ δε με έβλεπες.»

Δεν άφησε στιγμή να πάει χαμένη. 2 μήνες και 7 μέρες, τόσο διήρκεσε.

Τέλη Αυγούστου, λίγο πριν κατέβω Κρήτη, ήταν η πτήση του για Πορτογαλία. Πήγαμε μαζί μέχρι το αεροδρόμιο. Δε μιλούσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, μόνο ήμασταν κουλουριασμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Μέχρι που έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού. Το ήξερε ότι δε θα καταφέρω να πω τίποτα και ότι θα τα πνίξω πάλι όλα μέσα μου. Αλλά, όσο και αν τον στεναχωρούσε το γεγονός ότι έπρεπε όλα να τα ανακαλύψει πάλι μόνος του, άλλο τόσο αγαπούσε να το κάνει, γιατί πάντα κατάφερνε και με διάβαζε.

Ώσπου εντέλει ξέσπασα. -Ξέραμε από την αρχή ότι δεν είχαμε πολύ χρόνο μπροστά μας για μας και ήταν τα παίζω όλα ή τα παρατάω. Με έσπρωξες σε όλο αυτό και σ’ ευχαριστώ που το έκανες! Κατάφερες να με κάνεις να σε ερωτευτώ από τις πρώτες κιόλας μέρες. Με έκανες να πιστέψω ξανά στους ανθρώπους και στο τι μπορούν να προσφέρουν, άσχετα με το ότι δε δέχομαι να είμαι με κάποιον άλλον πέραν από εσένα αυτή τη στιγμή. Αλλά αυτό θα το δουλέψω με τον καιρό.

Χαίρομαι που όλα όσα είχαμε ήταν αληθινά, που ούτε μια στιγμή δε θέλησες να το σταματήσεις, που δεχόσουν την παραξενιά μου και δεν έτρεξες μακριά από αυτή, που ό,τι και να γινόταν με έκανες να πιστεύω πως όλα στο τέλος θα πάνε καλά – και το ξέρεις πως ήταν ό,τι πραγματικά χρειαζόμουν να ακούσω.

Χαίρομαι που ήσουν εκεί και άκουγες για τους δαίμονές μου, για όσα με δυσκολία ψιθύριζα στον ίδιο μου τον εαυτό πριν σε γνωρίσω. Χαίρομαι που πέρασα αυτό το καλοκαίρι μαζί σου, που μοιράστηκες στιγμές με τους φίλους μου, που τους έκανες και δικούς σου.

«Βλέπεις; Στο είχα πει ότι θα σε κάνω να πιστέψεις ξανά στον έρωτα, και χαίρομαι που το κατάφερα. Σ’ αγαπώ, να προσέχεις…» Και κάπως έτσι πέρασε τον έλεγχο εισιτηρίων και με άφησε πίσω να τον βλέπω να απομακρύνεται. Και για κάποιον λόγο έμεινα να χαμογελάω μέχρι να χαθεί. Οι μήνες που ακολούθησαν μας βρήκαν να μιλάμε αρκετά συχνά, χωρίς όμως αυτό να μας εμποδίσει να φτιάξουμε ξανά τη ζωή μας. Μπήκαμε και οι δύο σε σχέση, αλλά εντέλει για κανέναν από τους δύο δε δούλεψε. «Απλά, δεν ήταν ο κατάλληλος» ψιθυρίσαμε και οι δύο, και έπειτα σιωπή.

Ένα βράδυ λοιπόν, μετά από μια δίωρη συζήτησή μας στο τηλέφωνο κι αφού με είχε πάρει ο ύπνος, με ξύπνησε ο ήχος ενός μηνύματος. Το μήνυμα έγραφε: «22 Ιουνίου προσγειώνομαι Κρήτη κι από ό,τι θυμάμαι τότε τελειώνει και η εξεταστική σου. Τι λες για μια ξενάγηση;»

Πώς λοιπόν μετά από κάτι τέτοιο να μην αγαπώ τα καλοκαίρια;

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Αναστασίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!