Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Κυριολλάρη Μαρία.
Πάθος, φλόγα ασίγαστη, βλέμματα καθάρια από εκείνα που απογυμνώνεται η ψυχή σου, από εκείνα που απορείς πώς γίνεται οι άνθρωποι να μην φιλιούνται με τα μάτια. Εκείνος, φιλούσε τα μάτια μου με τα δικά του και μα το θεό το βλέμμα του ήταν το πιο ειλικρινές χαμόγελο ψυχής που θα μπορούσε να γευτεί μια ερωτευμένη γυναίκα. Μ’ αγαπούσε ναι. Μου το ζωγράφιζαν τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Δυο χείλη σαν μια πένα από κείνες τις πανάκριβες, που δεν τις πολυχρησιμοποιείς παρά μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως ένας ποιητής που καθαρογράφει πια το αριστούργημά του. Έτσι και τα χείλη του. Μία πένα που όταν με άγγιζε γινόμουν αριστούργημα.
Δεν περιγράφεται με ανθρώπινες λέξεις τι ήταν αυτό που με έκανε να τρέξω εκείνο το καλοκαίρι πάλι κοντά του. Ίσως μόνο με μουσικές, χρώματα και αρώματα. Από εκείνα που μυρίζεις πάλι μετά από καιρό και σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια τα ανέμελα και ευωδιάζει η ψυχή σου. Τίποτα δεν μου είχε υποσχεθεί ούτε και μου είχε τάξει. Δε χρειάστηκε ποτέ να μιλήσουμε για αυτό. Άλλωστε τα ιερά δώρα που αγγίζουν την ψυχή σου δεν κάθεσαι να πολυαναλύσεις από πού ήρθαν και πώς. Μένεις να πιστεύεις απλά στην ύπαρξή τους και τα ζεις με όλο σου το είναι. Και έπειτα το ξέραμε καλά και οι δύο. Το «μαζί» το είχαμε στείλει από την αρχή στο απόσπασμα. Την αγάπη όμως; Η αγάπη μας έμοιαζε ένα άτακτο παιδί που συνεχώς το βάζαμε τιμωρία και μετά το συγχωρούσαμε αμέσως. Όπως η μάνα που λυγάει γεμάτη τύψεις βλέποντας το παιδί της να κλαίει. «Σώπα μην κλαις… το ξέρω ότι θα το κάνεις πάλι αν σε συγχωρήσω, μα εγώ σ’αγαπώ».
Δεν πήρα πολλά ξεκινώντας αυτό το ταξίδι για να τον βρω. Μια βαλίτσα ήταν αρκετή για αυτούς τους τρεις μήνες. Είχα φροντίσει να κρύψω εκεί ανάμεσα στα ρούχα και τα απαραίτητα: τον έρωτα μου, την τρέλα μου, το πάθος μου για αυτόν. Κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού μου κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει πίσω μου τη λογική και τα στερεότυπα. Γιατί να τα πάρω άλλωστε; Ήξερα πολύ καλά. Αυτό το καλοκαίρι θα ήταν και το τελευταίο. Πάμε, καρδιά μου, το δρόμο για τον γυρισμό θα στον θυμίσω εγώ. Όταν θα έχει πια αρχίσει να χειμωνιάζει και θα κρυώνεις πια έτσι όπως θα αλωνίζεις μισόγυμνη. Ρίξε κάτι πάνω σου, θα σου πω, γιατί μας περιμένει βαρυχειμωνιά.
Το μέρος ήταν γνώριμο. Καλά φυλαγμένο στην ψυχή μου. Είχα ζήσει χρόνια εκεί, τα περισσότερα κοντά του. Τι λαχτάρα! Λαχταρούσα να τον πάρω από το χέρι και να σεριανίσουμε πάλι στα ίδια μέρη όπως τότε. Να περπατήσουμε στα ίδια σοκάκια. Να αλητεύουμε οι δύο μας. Να τον τραβάω χαζά κοντά μου ενώ περπατάμε για να γεύομαι τη μυρωδιά του κορμιού του. Να πάμε πάλι σε εκείνο το ταβερνάκι, στη δικιά μας γωνία. Να μου γεμίζει το ποτήρι με κρασί ξανά και ξανά. Να μου λέει τα αστεία του και εγώ μες τη γλυκιά ζάλη μου να γέρνω πια πάνω του. Και αυτός να χαϊδεύει τα ρόδινα πλέον από το κρασί μαγουλά μου που τόσο αγαπούσε.
Όταν τον είχα και πάλι μπροστά μου ήμουν πια σίγουρη. Η φλόγα ανάμεσά μας ολοένα και φούντωνε. Δεν υπήρχε πλέον γυρισμός. Πυρκαγιά! Ολοκαύτωμα οι καρδιές. Σημαδεμένες. Πάει, αυτό ήτανε. Τώρα πια αναμέναμε τις στάχτες. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε χαμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μπορεί δευτερόλεπτα, ίσως πολλά λεπτά. Μα μέσα σε αυτό το χρόνο πέρασαν από τα μάτια μου οι πιο όμορφες στιγμές μας. Ηλεκτροσόκ. Το κορμί μου μούδιασε. Σαν να έβγαλε η ψυχή μου όλα τα παράπονά της. Δεν είπαμε κουβέντα. Τα χείλη διψούσαν για φιλιά. «Γιατί με άφησες να φύγω;» ούρλιαξε κάποια στιγμή ένα φιλί μου. Το’ πνιξα. «Βούλωσ’ το πια!» ψιθύρισα στον εαυτό μου. Ήταν η τελευταία κουβέντα που του’πα εκείνο το καλοκαίρι.
Δεν ήταν ένας καλοκαιρινός έρωτας. Θύμιζε μάλλον έναν χειμώνα που έκρυβε καλά μέσα του την άνοιξη. Ξαναγεννηθήκαμε και οι δύο. Το πρόσωπό του βρήκε πάλι εκείνη την λαμπερή όψη. Οι σκιές από τα μάτια του εξαφανίστηκαν με τις πρώτες σταγόνες αγάπης που το έλουσαν. Και ήταν τόσο όμορφος! Φόρεσε την ψυχή του στο πρόσωπό του και τότε βεβαιώθηκα: ήταν ο άνθρωπός μου. Με πήρε από το χέρι και η γροθιά του μου υποσχέθηκε τα πιο γεμάτα πυροτεχνήματα ταξίδια στον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό. Άγγιζε την ψυχή μου, χάιδευε το μυαλό μου και το σώμα μου παραδινόταν. Ο έρωτάς του έμοιαζε με πόλεμο. Έναν εμφύλιο πόλεμο. Πολεμούσαν η λογική με την τρέλα μέσα μας. Ηττημένη πάντα η λογική, περίμενε να πάρει ξανά δυνάμεις για να ριχτεί με τα μούτρα στη μάχη. Για πού το’ βάλες καημένη; Απόρθητο κάστρο η τρέλα μας. Το πάθος και ο έρωτάς μας είχαν επιστρατεύσει όλο τους το στρατό και πολεμούσαν μαζί της.
Κάθε μέρα κοντά του ήταν ένα όμορφο ρόδο. Όταν ερχόταν να με βρει στο τέλος της ημέρας μου πρόσφερε και από ένα. Ήταν λες και τις ώρες που έλειπε από κοντά μου περιπλανιόταν στα πιο δύσβατα μονοπάτια και έψαχνε να βρει το πιο σπάνιο, αυτό που δεν θα είχε ίδιο άρωμα με όλα τα άλλα που μου είχε ήδη προσφέρει. Φρόντιζε να λούζει την ψυχή μου με όλες τις ευωδιές του κόσμου, έψαχνε και τις έβρισκε για μένα. Λες και η ύπαρξή του εξαρτιόταν από αυτό. Κρατούσε πάντα από κάθε ρόδο ένα βρεγμένο ροδοπέταλο. Αφού το μύριζε ευλαβικά, το φυλούσε προσεκτικά μες την καρδιά του. Δεν κρατούσε τίποτα παραπάνω για αυτόν. Ήθελε απλά να κουβαλά τα αρώματα της ψυχής μου μέσα του. Και έτσι, μέρα με τη μέρα ο κήπος των θαυμάτων μέσα μου μεγάλωνε. Είχε τον καλύτερο κηπουρό η ψυχή μου. Μόνο που ξέχασα να βγάλει τα αγκάθια. «Every rose has its thorn» μου σιγοτραγουδούσε…
Και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες μας… Το καλοκαιρινό αεράκι να καταλαγιάζει την φλόγα στα πρόσωπά μας. Να γεύομαι την αλμύρα φιλώντας το πρόσωπό του. Να καταμετρώ τους κόκκους της άμμου τινάζοντάς τες από το κορμί του. Να κάνω μακροβούτια στο βυθό της ψυχής του κρατώντας την ανάσα μου με νύχια και με δόντια. Και να μη θέλω να βγω από κει. Να κλέβω από ένα μαργαριτάρι πριν ανέβω γρήγορα γρήγορα στην επιφάνεια.. Και να το κλείνω στα κλεφτά μέσα στην καρδιά μου. Μην τυχόν και μου το πάρει κανείς. Δικό μου είναι. Κόπιασα πολύ μέχρι να βρω πώς θα φυλάξω για πάντα τη λάμψη του. Ώρες ατελείωτες ξόδεψα στο εργαστήρι της ψυχής μου.
Τα ωραιότερα μέρη τα γνώρισα κοντά του. Έβρισκε πάντα μια γωνιά για μας ανάμεσα στο χάος. Εγώ, αυτός και η φύση. Δεν χρειαζόμασταν τίποτα άλλο. Γεμάτο ντεπόζιτο στη μηχανή, την τρέλα μας και φύγαμε. Και εγώ πίσω συνοδηγός να κλείνω τα μάτια μου και να απολαμβάνω το ταξίδι του μυαλού μου. Ώρες ατελείωτες οδηγούσε μέχρι να βρει ένα μέρος μόνο για μας. Λάτρευε τα τοπία που έμοιαζαν με έναν πολύχρωμο καμβά ενός τρελού ζωγράφου. Η άγρια ομορφιά τον γοήτευε. Αυτή ήθελε να μου χαρίσει. Τις πιο όμορφες φωτογραφίες των αναμνήσεών μου τις έχει τραβήξει αυτός. Όχι, τίποτα από αυτά δεν μου είχε τάξει. Το απροσδόκητο με γοήτευε σε αυτόν.
Και κάπως έτσι ήρθε το τέλος. Του καλοκαιριού. Ετοιμάζοντας τη βαλίτσα της επιστροφής, με το ζόρι έκλεινε… Ό, τι είχα κρύψει εκεί ανάμεσα στα ρούχα όταν ερχόμουν τώρα πια καταλάμβανε μεγαλύτερο χώρο. Όχι, αυτά δε μπορούσα να τα αφήσω πίσω ούτε να τα ξεχάσω καταλάθος. Ήταν κομμάτι μου. Αμάν… ψάχνω τώρα και δε βρίσκω το πανωφόρι σου καρδιά μου. Να μην το πήρα ποτέ μαζί μου; Να το παράτησα κάπου καθώς σεργιάνιζα στους γυαλούς με την αγάπη μου; Θα μου κρυώσεις. Και έχει αρχίσει να χειμωνιάζει. Βλέπω τα πρωτοβρόχια να’ ρχονται, το νιώθω, μου το λένε τα μάτια του. Σκιές πάλι τα καλύπτουν. Όσο σφιχτά και αν τον αγκαλιάζω δε μπορώ να τις διώξω. Γίναν ένα με τις δικές μου.
Δε θυμάμαι πάλι πόση ώρα μείναμε αγκαλιασμένοι σε κείνο το ίδιο σημείο όπου είχαμε πρωτοσυναντηθεί αυτό το καλοκαίρι. Μας διέκοψε η αναγγελία αναχώρησης. Το κορμί μου μούδιασε όπως τότε. Και λίγο παραπάνω. Σαν η ψυχή μου να έβγαλε και άλλα παράπονα. Δεν είπαμε κουβέντα. Τα είχαμε πει όλα. «Γιατί με αφήνεις πάλι να φύγω;» ούρλιαξε αυτή τη φορά ένα δάκρυ μου. Αυτό δεν μπόρεσα να το πνίξω. Έτρεξα και δεν ξανακοίταξα πίσω. «Προχώρα εαυτέ μου». Ήταν η πρώτη κουβέντα που του ‘πα αυτό το φθινόπωρο.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Μαρίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!