Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Τατιανή Αναγνώστου.

 

«Όσο και αν πονέσεις και πληγωθείς, όσο και αν λυγίσεις, όσο και αν απογοητευτείς σε τούτη τη ζωή , να θυμάσαι ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει η αληθινή αγάπη. Μην το βάζεις κάτω. Απλά η ζωή σε δοκιμάζει. Θέλει να μάθει μέχρι πού μπορείς να φτάσεις και ανάλογα με το πόσο δυνατός θα φανείς στις δοκιμασίες που θα σου βάλει, θα σε ανταμείψει. Την αληθινή αγάπη είναι πολύ δύσκολο να τη βρεις, ειδικά στις μέρες που ζούμε. Γι’ αυτό όταν τη βρεις πρέπει να την κρατήσεις σαν φυλαχτό, να την προστατέψεις και να μην την προδώσεις ποτέ.

Για κάθε άνθρωπο υπάρχει κάποιος, κάπου που τον συμπληρώνει. Πριν κατέβει στη Γη ο καθένας μας ζούσε σε ένα κοχύλι μαζί με κάποιον άλλο. Όταν έρχεται η στιγμή να γεννηθούμε, το εγκαταλείπουμε. Πριν μας κατεβάσει ο φύλακας άγγελός μας στη Γη δίνουμε υπόσχεση σε εκείνον που ήταν μαζί μας ότι κάποια στιγμή θα συναντηθούμε, όταν θα είμαστε πιο μεγάλοι και αυτήν την υπόσχεση την επισφραγίζει ο άγγελος με την παρουσία του. Γι’ αυτό καρδούλα μου να ξέρεις ότι κάποιος σε περιμένει».

Αυτά τα λόγια της μητέρας μου στριφογυρίζουν τα τελευταία βράδια στο μυαλό μου. Γυρίζω και σου ρίχνω κλεφτές ματιές ενώ κοιμάσαι και αισθάνομαι τόσο τυχερή που μπήκες στη ζωή μου. Σκόρπιες στιγμές, τόσο γεμάτες, που περάσαμε μαζί, περνάνε μπροστά μου. Στιγμές όχι μόνο χαρούμενες, αλλά και δύσκολες, που πέφταμε μαζί και ξανασηκωνόμασταν. Νιώθω πως τα λόγια της μητέρας μου που κάποτε θεωρούσα πολύ ρομαντικά, παίρνουν μαζί σου σάρκα και οστά.

Σε ξανακοιτάζω, κοιμάσαι τόσο ήρεμα. Λιγοστές ρυτίδες φανερώνουν πως σε έχει αγγίξει στο πέρασμά του ο χρόνος. Σε πλησιάζω για να αφουγκραστώ την ανάσα σου. Ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό μου. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και βγαίνω στον κήπο. Το τραγούδι των τζιτζικιών και το αυγουστιάτικο φεγγάρι μου κρατάνε συντροφιά. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που μου δίνεται η ευκαιρία να το αντικρίσω για μια ακόμη φορά. Η μυρωδιά του νυχτολούλουδου έρχεται για να κατακλύσει όλο μου το είναι. Κλείνω τα μάτια και απολαμβάνω τη στιγμή. Ανάβω ένα τσιγάρο. Ο καπνός του με λυτρώνει, μου κρατά συντροφιά. Με τυλίγει και παίρνει μαζί του αυτά που μου δηλητηριάζουν το μυαλό. Ύστερα τα σκορπά γύρω μου για να τα καταβροχθίσει ο κατάμαυρος ουρανός.

Το μυαλό μου αρχίζει να ανατρέχει στο παρελθόν. H νύχτα που γνωριστήκαμε τυχαία, μέσα από κοινή παρέα ζωντανεύει μπροστά μου. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ένιωθα κάτι τόσο έντονο. Λάθος μου. Εσύ ήσουν η απόδειξη. Καθώς σε γνώριζα όλο και πιο πολύ, σ’ ερωτευόμουν, έπεφτα στην παγίδα σου. Άρχισα σιγά σιγά να σ’ αφήνω να μπεις στην καθημερινότητά μου και να γίνεις και εσύ ένα κομμάτι της, το πιο σημαντικό ανάμεσα σε τόσα άλλα ασήμαντα. Μοιραζόμουν τις σκέψεις μου μαζί σου, κάτι που δεν έκανα με κανέναν. Προτιμούσα να τις κρατώ για μένα. Ερχόσουν όλο και πιο κοντά μου. Σε ερωτευόμουν. Ποιος; Εγώ που μόνο στη σκέψη  του έρωτα ένιωθα περίεργα.

Πίστευα ότι όταν σε χτυπάει με τα βέλη του αυτό το μικρό πλάσμα γίνεσαι εξαιρετικά ευάλωτος, τρωτός. Είχα μάθει να θέτω όρια και να τα τετραγωνίζω όλα. Αυτή ήταν η άμυνά μου και δεν άφηνα κανένα να τη ρίξει. Ήσουν ο πρώτος που άφησα να κυριεύσεις τα τείχη που ύψωνα από όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, δίνοντάς σου αυτόματα το δικαίωμα να με πληγώσεις. Δεν είχα κάτι που μπορούσε να με προστατέψει από τα πυρά σου. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να με λυγίσει, δεν τον άφηναν οι άμυνές μου. Δε με αναγνώριζα. Είχα γίνει πηλός στα χέρια σου, μπορούσες να με κάνεις ό,τι θες.

Αρχίζει να ξημερώνει. Μια καινούργια μέρα διαδέχεται τη χθεσινή, γεμάτη απαιτήσεις και πρέπει. Άρχισα να παρατηρώ ότι καθώς μεγάλωνα άφηνα την καθημερινότητα και τη ρουτίνα να με φθείρει. Θυμήθηκα ότι στα είκοσι μου χρόνια ήμουν γεμάτη όνειρα, όρεξη για ζωή, τα ξενύχτια ήταν μια συνήθεια και η μιζέρια δεν είχε θέση στη ζωή μου. Προσπαθούσα να καταλάβω τον κόσμο και να βάλω και εγώ ένα λιθαράκι σε αυτήν την πολυπόθητη αλλαγή. Με τρόμαξε το γεγονός ότι από το τότε που σε ερωτεύτηκα όλος ο κόσμος μου έγινες εσύ. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι μαζί σου και να σε βλέπω χαρούμενο. Καθώς το συνειδητοποίησα, τρόμαξα. Όλα περιστρέφονταν γύρω από εσένα.

Με ξύπνησε ο ήχος από το ντους. Πριν φύγεις για τη δουλειά πάντα έκανες μπάνιο. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πού τη βρίσκεις τόση όρεξη για καθαριότητα στις επτά το πρωί. Σκέφτηκα να σηκωθώ να σου φτιάξω πρωινό, να σου δώσω ένα φιλί, να σου πω μια καλημέρα, κάτι το οποίο δε συνήθιζα, μιας και δεν αποχωριζόμουν εύκολα το μαξιλάρι μου. Ήθελα να χρωματίσω λίγο την ρουτίνα από εδώ και πέρα. Σηκώθηκα λοιπόν, άνοιξα τα παράθυρα για να μπει οξυγόνο, τράβηξα τις κουρτίνες για να μπει φως. Σου έφτιαξα καφέ, φρυγανιές με μέλι και έβαλα μπισκότα στο τραπέζι. Βγήκες από το μπάνιο και σου έδωσα ένα πεταχτό φιλί. Παραξενεύτηκες στην αρχή , αλλά μετά μου το ανταπέδωσες γεμάτος χαρά. Σε οδήγησα στο τραπέζι. Κάθισα απέναντί σου για να σε κοιτάζω όσο θα απολάμβανες το πρωινό σου. «Στις εννέα θα πάμε κάπου έξω να δειπνίσουμε», μου είπες φεύγοντας. Ήταν βράδυ Παρασκευής και έπρεπε να ξεσκάσουμε.

Εννέα και τέταρτο στεκόμουν μπροστά σου. Είχα αργήσει επίτηδες, ήθελα να με περιμένεις, όπως παλιά. Καθώς σε πλησίαζα είδα το θαυμασμό στα μάτια σου. Οι ετοιμασίες είχαν πιάσει τόπο. Παρατήρησα πως δεν κρατούσες κινητό για να περάσει η ώρα σου όσο με περίμενες. Αισθάνθηκα ότι ανυπομονούσες να με δεις. Έβαλες μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου και μια νύχτα γεμάτη υποσχέσεις άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μας.

Με πήγες σε ένα πολύ όμορφο εστιατόριο στην παραλιακή της Αθήνας. Κόκκινο κρασί συνόδευε την κουβέντα μας. Η επίδρασή του γινόταν φανερή από ένα σημείο και μετά. Είχαμε ζαλιστεί, εγώ λίγο πιο πολύ, δεν είχαμε μεθύσει. Ματιές γεμάτες πάθος και υπονοούμενα ηλέκτριζαν την ατμόσφαιρα. Ήταν σαν να  μην υπήρχε γύρω μας κανείς, παρά μόνο εμείς, και ας ήταν γεμάτο το μαγαζί. Μιλούσες, αλλά δε σε άκουγα. Το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να νιώσω τα χείλη σου πάνω στα δικά μου.

Ξάφνου σταμάτησες να μιλάς και με μια κίνηση του ποδιού σου έφερες την καρέκλα μου δίπλα στη δική σου. Ήρθαμε πιο κοντά. Η ανάσα σου ζεστή, έκαιγε το λαιμό μου. Μια ματιά ήταν αρκετή για να συμφωνήσουμε και οι δυο πως είχε έρθει η ώρα να φύγουμε και να πάμε κάπου οι δυο μας. Ζήτησες το λογαριασμό και σηκωθήκαμε για να φύγουμε. Εσύ μπροστά, εγώ πίσω σε ακολουθούσα. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Περίμενες έξω από την πόρτα του συνοδηγού, έτοιμος να μου ανοίξεις για να μπω. Η απόσταση μεταξύ μας ολοένα και λιγόστευε. Ένιωσα το βλέμμα σου να με γδύνει, καθώς άπλωνα το χέρι μου να ανοίξω την πόρτα. Την επόμενη στιγμή βρισκόμουν εγκλωβισμένη ανάμεσα στα χέρια σου. Δεν μπορούσα να κάνω την παραμικρή κίνηση. Δεν ήθελα να φύγω, με είχες μουδιάσει με το φιλί σου. Τα χείλη σου είχαν συνθλίψει τα δικά μου. Το επόμενο πρωί ξύπνησα πριν από εσένα.  Τα σημάδια στην πλάτη σου και στο σώμα σου πρόδιδαν τη χθεσινή βραδιά.

Οι μέρες  κυλούσαν τόσο όμορφα και ένα ταξίδι το διάστημα που είχες άδεια από τη δουλειά, ήταν αρκετό για να φωτίσει ακόμα πιο πολύ εκείνο το καλοκαίρι. Προορισμός μας το μαγευτικό Ναύπλιο. Ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας και αποφασίσαμε να χαθούμε από όλους και από όλα για αυτήν τη μια εβδομάδα. Αφήσαμε τα κινητά πίσω μας. Ήσουν εσύ και εγώ. Άγχος και υποχρεώσεις δεν είχαν θέση δίπλα μας. Το όμορφο ξενοδοχείο που είχαμε επιλέξει ανάμεσα σε τόσα άλλα, μας έκανε να νιώθουμε ότι ζούσαμε σε ένα παραμύθι. Τα πρωινά κοιμόμασταν και απολαμβάναμε τις παροχές του ξενοδοχείου, ενώ το απόγευμα κάναμε βόλτες. Ανακαλύπταμε το Ναύπλιο με ένα παγωτό στο χέρι. Τα βράδια ετοιμαζόμασταν και πηγαίναμε για ποτό. Ονειρευόμασταν και θέταμε καινούργιους στόχους κρατώντας ένα κοκτέιλ. Με το αλκοόλ να ρέει ακόμα στις φλέβες μας και γνωρίζοντας ότι δε μας ξέρει κανένας στο Ναύπλιο, γινόμασταν ένα στα σκοτεινά σοκάκια.

Μαζί σου κάθε μέρα είναι απρόβλεπτη και ωραία. Αισθάνομαι τόσο τυχερή που σε έχω δίπλα μου. Μπορώ να είμαι ο εαυτός μου μαζί σου, γιατί ξέρω ότι με δέχεσαι με όλα τα ελαττώματά μου στη σειρά. Σε ξεχώρισα ανάμεσα σε τόσους άλλους που φάνταζαν στα μάτια μου τόσο ίδιοι μεταξύ τους. Πίστευα πως δεν υπάρχει αληθινή αγάπη, αλλά με την παρουσία σου κατέρριψες αυτόν το μύθο που είχε εδώ και χρόνια θρονιαστεί μέσα μου. Άρχισα να αναγεννιέμαι μέσα από τις στάχτες μου και έγινες σπίθα για να πάρουν φωτιά τα όνειρά μου. Θέλω να πιστεύω πως εσύ ήσουν αυτός που είχε δώσει την υπόσχεση ενώπιον του φύλακα-αγγέλου μου πως θα έρθεις να με συναντήσεις στη Γη. Δε γίνεται να μην είσαι εσύ γιατί απλούστατα όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου να ξυπνά δίπλα σε κάποιον αυτός είσαι εσύ. Μέσα μου θα κρατάω σαν κειμήλιο αυτό το καλοκαίρι που περάσαμε μαζί, ελπίζοντας πως θα το διαδεχθούν και άλλα. Γιατί ξέρω πως το πιο ερωτικό καλοκαίρι για μας δεν έχει γραφτεί ακόμα.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Τατιανής και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!